Εμπόδια, επιτεύγματα και προοπτικές στη δύσκολη –μέχρι τώρα– συμβίωση τεχνολογίας και σχολείου.
Αν ρωτήσει κανείς τους βιβλιοφάγους, θα απαντήσουν πως η τεχνολογία δεν θα αντικαταστήσει ποτέ την αίσθηση ενός βιβλίου. Το ίδιο θα πουν κι οι μουσικόφιλοι για μια ποιοτική εγγραφή σε βινύλιο. Για τους καθηγητές, η τάξη δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει πλήρως ψηφιακή, ακόμη κι αν χρειαστεί να περάσουμε τόσους μήνες ακόμη σε τηλεκπαίδευση ώστε να ξεχάσουν οι μαθητές τι χρώμα είναι βαμμένοι οι τοίχοι του σχολείου τους. Είναι όμως αλήθεια αυτό ή είναι απλά μια ρομαντική και νοσταλγική οπτική – ή ακόμη και μία αντίσταση στην εξέλιξη;
Σε αντίθεση με πολλές άλλες τηλε-πρακτικές που εφαρμόστηκαν ευρέως κατά τη διάρκεια της πανδημίας και βρήκαν αρκετούς υπέρμαχους, η εκπαίδευση –από τις λίγες δραστηριότητες που ήταν επιτακτικό να συνεχίσουν άμεσα– δεν φαίνεται πως θα συνεχίσει σε κάποιο βαθμό ηλεκτρονικά, καθώς δεν κερδίζει ούτε τους διδάσκοντες, ούτε τους μαθητές, αλλά ούτε και τις οικογένειές τους, και συμφωνούν σε αυτό και κάθε λογής ειδικοί.
Εν έτει 2021 μιλάμε για 4η βιομηχανική επανάσταση, για αυτοοδηγούμενα οχήματα, για εποικισμό του Άρη, για ρομποτικούς βοηθούς και για ιατρικές επεμβάσεις μέσω απόστασης – αλλά όχι για ψηφιακές τάξεις και τηλεκπαίδευση που δεν θα αποτελεί λύση ανάγκης.
Το μεγαλύτερο πείραμα που έγινε ποτέ στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση
Την 1η Απριλίου του 2020, υπολογίζεται ότι περίπου 1,59 δισεκατομμύρια μαθητές σε όλο τον κόσμο επηρεάστηκαν από το κλείσιμο των σχολείων. Όλοι αυτοί οι μαθητές κλήθηκαν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους online, σε έναν κόσμο όπου μόνο ο μισός πληθυσμός του πλανήτη (53,6%) διαθέτει σύνδεση στο Internet. Πρακτικά, αυτό αφήνει το ένα τρίτο των μαθητών (463 εκατομμύρια) εκτός τηλεκπαίδευσης.
Στην Ελλάδα, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου όπου αποφασίστηκε αναστολή της λειτουργίας των σχολείων, η τηλεκπαίδευση μπήκε σε εφαρμογή για όλη τη χώρα, ξεκινώντας από τις μικρότερες βαθμίδες και καταλήγοντας, την άνοιξη του 2021 να περιλαμβάνει κάθε τάξη. Αν και η Ελλάδα παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των ευρυζωνικών επικοινωνιών υψηλής ταχύτητας, η πρόοδός της είναι σημαντική τα τελευταία χρόνια και η διείσδυση αγγίζει το 81% των νοικοκυριών, ενώ η κάλυψη του 4G το 97% (δείκτης DESI 2020). Μέχρι το τέλος του 2019, μόλις 7% των χρηστών του διαδικτύου αξιοποιούσαν τη σύνδεσή τους για online μαθήματα, ενώ 22% του πληθυσμού δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ το Διαδίκτυο (ευρωπαϊκοί μέσοι όροι 11% και 7% αντίστοιχα).
Τον Μάιο του 2020, έπειτα από δύο μήνες τηλεκπαίδευσης, 766.458 μαθητές συνδέονταν κάθε μέρα σε ψηφιακές τάξεις, αξιοποιώντας εργαλεία που έχουν αναπτυχθεί από τεχνολογικούς κολοσσούς όπως η Cisco και η Microsoft. Μιλήσαμε και με τις δύο εταιρείες για να μας πουν πώς εκείνες βλέπουν να διαμορφώνεται το μέλλον της εκπαίδευσης, αλλά και με εκπαιδευτικούς, οι οποίοι μας προσέφεραν τη δυνατότητα να δούμε μέσα από τα δικά τους μάτια τι συμβαίνει στα ψηφιακά σχολεία, πίσω από κάμερες και πληκτρολόγια.
Σύμφωνα με στοιχεία της Cisco, της οποίας η πλατφόρμα Webex χρησιμοποιήθηκε για να επιτευχθεί η επικοινωνία εκπαιδευτικών και μαθητών, η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή του lockdown ήταν η πρώτη χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο, όσον αφορά των αριθμό των συμμετεχόντων και τάξεων μέσω Webex σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας, και ακόμη και σήμερα, εξακολουθεί να είναι ανάμεσα στις πρώτες χώρες στον κόσμο. Το Μάρτιο του 2021 στην Ελλάδα πραγματοποιούνται καθημερινά περίπου 65.000 online μαθήματα, με τη συμμετοχή 1,4 εκατομμυρίων μαθητών και 156.000 δασκάλων και καθηγητών.
Βίντεο + σύνδεση Internet = τηλεκπαίδευση;
Τι είναι, όμως, αυτό που ονομάζουμε τηλεκπαίδευση; Είναι απλά η μετάδοση της εικόνας και της φωνής του εκπαιδευτικού στις οθόνες των μαθητών;
«Η χρήση του βίντεο είναι βασικός παράγοντας συνεργασίας», μας λέει η κα Έλενα Πρασσάκη, Marketing & Communications Manager της Cisco για Ελλάδα, Κύπρο και Μάλτα. «Μέσω του Webex Meetings μπορούν να οργανωθούν online μαθήματα, τα οποία στη συνέχεια να είναι διαθέσιμα on demand σε μορφή video, να γίνεται σε πραγματικό χρόνο ανταλλαγή και επεξεργασία αρχείων, να συνδέονται μεταξύ τους τάξεις, να συναντηθούν διαδικτυακά δάσκαλοι και γονείς μαθητών και όλα αυτά ανεξάρτητα το που βρίσκονται οι συμμετέχοντες ή ποια συσκευή χρησιμοποιούν, όπως laptop, tablet, κινητό».
Η πλατφόρμα της Cisco δεν είναι η μοναδική λύση που υιοθετήθηκε για την τηλεκπαίδευση. Πολύ μεγάλη αύξηση χρήσης είδε και το Teams της Microsoft, που βρίσκει εφαρμογή σε πολλές περιπτώσεις, από την τηλεργασία ως την τηλεκπαίδευση. Ο Πλούταρχος Ρήγας, Διευθυντής Τομέα Εκπαίδευσης, Microsoft Ελλάδας, Κύπρου και Μάλτας, μας λέει: «Για την προσπάθεια που κατέβαλαν οι εκπαιδευτικοί σε παγκόσμιο επίπεδο, να υιοθετήσουν την εξ αποστάσεως διδασκαλία σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, τους αξίζουν πολλά συγχαρητήρια. Εκατόν ογδόντα τρεις χιλιάδες και πλέον εκπαιδευτικά ιδρύματα από 175 χώρες συνεχίζουν να παρέχουν εκπαίδευση, να επικοινωνούν και να συνεργάζονται μέσω της πλατφόρμας Microsoft Teams. Μέσα από το περιβάλλον του Microsoft Teams, ο εκπαιδευτικός μπορεί να οργανώσει τη διαδικτυακή τάξη, καταρτίζοντας το υλικό του μαθήματος, αναθέτοντας εργασίες στους μαθητές, αξιολογώντας τους και παράλληλα να συνεργάζεται με άλλους συναδέλφους, όλα μέσα από μια πλατφόρμα.»
Στη θεωρία, όλα τα παραπάνω ακούγονται σαν ευκολίες που θα υποστήριζαν πολύ το έργο των διδασκόντων. Όμως, τι λένε οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί; Οι πιο τεχνολογικά καταρτισμένοι δεν αντιμετώπισαν ιδιαίτερο πρόβλημα, όπως μας είπαν και οι δύο εκπαιδευτικοί με τις οποίες μιλήσαμε, ενώ δεν χρειάστηκε να αφιερώσουν πολύ χρόνο για να προσαρμόσουν τα μαθήματα στο νέο περιβάλλον. Άλλωστε, σε πολλά σχολεία, ειδικά στις μεγαλύτερες τάξεις, υπήρχε ηλεκτρονικός υπολογιστής και στην τάξη, τον οποίο οι δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν για να προβάλλουν βίντεο και άλλα πολυμεσικά αρχεία. Ωστόσο, αναφέρουν πως συνάδελφοί τους μεγαλύτερης ηλικίας δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ να μάθουν την ηλεκτρονική τάξη και τη χρήση των υπολογιστών, κατέχοντας γνώσεις που έφταναν το πολύ μέχρι την αποστολή ενός email.
“Σχολικό Mάθημα vs Social Media: 0-1.
To σχολικό μάθημα φαίνεται αδιάφορο, λόγω έλλειψης λάμψης”
Η αλληλεπίδραση του εκπαιδευτικού με τους μαθητές, αλλά και των μαθητών μεταξύ τους, δημιουργούν δυναμικές μέσα σε μία τάξη, οι οποίες αποτελούν μέρος της εκπαιδευτικής εμπειρίας. Αρκετές έρευνες δείχνουν πως πολλοί μαθητές αποθαρρύνονται από την απουσία αλληλεπίδρασης με τον εκπαιδευτικό στην εικονική τάξη, με αποτέλεσμα να απομονώνονται περισσότερο και να μη συμμετέχουν τόσο στο μάθημα – ένα θέμα που συζητιέται εδώ και πολλά χρόνια, με αφορμή τη μερική μετάβαση σε τηλεκπαίδευση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και των προγραμμάτων διά βίου μάθησης.
Η Μαριάννα Ζαρωνάκη, εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με μεταπτυχιακό δίπλωμα στις Τεχνολογίες Μάθησης και Επικοινωνίας, εύλογα αναγνωρίζει πως το πρόβλημα δεν είναι η ψηφιακή μορφή της τάξης: «Η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντάται τα τελευταία χρόνια από τη σκοπιά των μαθητών είναι η αδιαφορία για το σχολικό μάθημα. Εφόσον έχουν να ασχοληθούν με τόσα άλλα -κατά τη γνώμη τους- πιο ενδιαφέροντα, όπως μέσα κοινωνικής δικτύωσης με εφαρμογές που μας κατακλύζουν, δυστυχώς το σχολείο τους φαίνεται αδιάφορο, λόγω έλλειψης ‘λάμψης’. Δηλαδή δεν τραβάει την προσοχή τους το «στεγνό» βιβλίο και θεωρούν τις εργασίες κουραστικές.»
Ωστόσο, η σύνδεση στο Internet δεν είναι δεδομένη παντού. Τι συμβαίνει όταν λείπει κάποιο από τα στοιχεία της εξίσωσης; Το εκπαιδευτικό υλικό στέλνεται σε πολλές περιπτώσεις από πριν στους μαθητές, ώστε να προετοιμάζονται κατάλληλα πριν την παράδοση (ένα μοντέλο μάθησης που ονομάζεται «ανεστραμμένη τάξη»), αλλά και είναι διαθέσιμο και εκτός σύνδεσης, μέσω άλλων καναλιών. Η μετάδοση μέσω τηλεόρασης ή ραδιοφώνου εξυπηρετεί τόσο τους μαθητές που δεν έχουν σύνδεση, όσο και αυτούς που επιθυμούν να κάνουν κάποια επανάληψη για καλύτερη κατανόηση, παρόλο που ελάχιστοι μαθητές τα παρακολουθούν συμπληρωματικά με την ψηφιακή τάξη, όπως μας είπαν οι εκπαιδευτικοί. Σε άλλες χώρες, όπου ακόμη και η ύπαρξη τηλεοπτικών συσκευών μπορεί να θεωρείται πολυτέλεια, έχουν μπει σε λειτουργία εναλλακτικές μέθοδοι, όπως αποστολή εκτυπωμένου υλικού στον τόπο κατοικίας τους. Τα προβλήματα δεν σταματούν εδώ.
Έχουν όλοι ισότιμη πρόσβαση στην τεχνολογία; Ανισότητες που βγαίνουν στην επιφάνεια
Καλές οι υποδομές, καλές κι οι πλατφόρμες, αλλά συνήθως δεν λαμβάνουν υπόψη κοινωνικές συνθήκες.
“Ο ελέφαντας στο δωμάτιο, σε αυτήν την περίπτωση, δεν είναι άλλος από τις κοινωνικές ανισότητες που έρχονται στην επιφάνεια”
Στη σχολική τάξη όλα τα παιδιά είναι ίσα: κάθονται στα ίδια θρανία και μελετούν με τα ίδια βιβλία. Στην ψηφιακή τάξη, κάποια παιδιά δεν έχουν στα χέρια τους τα ίδια εργαλεία με τα άλλα, ενώ κάποια άλλα μένουν ακόμη και εκτός της τάξης. Υπάρχουν περιπτώσεις που μαθητές δεν έχουν υπολογιστή και παρακολουθούν από κινητό, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συμμετάσχουν εύκολα όταν ο διδάσκων ζητά την αλληλεπίδρασή τους, ειδικά αν η συσκευή είναι παλαιότερης τεχνολογίας, όπως μας λέει η Δρ. Ευανθία Τσαλίκη, εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, με πολυετή εμπειρία και ως συνεργαζόμενο διδακτικό προσωπικό σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Στο δικό της τμήμα, οι 11 από τους 23 μαθητές συνδέονται μέσω κινητού. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι σπάνιο. Όμως υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις, που οι μαθητές δεν έχουν καθόλου σύνδεση, με αποτέλεσμα να μετακινούνται ακόμη και σε εξωτερικούς χώρους κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, ώστε να εκμεταλλευτούν την εμβέλεια ανοικτών ή δημόσιων δικτύων Wi-Fi.
Τέλος, οι εκπαιδευτικοί μας ανέφεραν και περιπτώσεις οικογενειών, που η οικονομική τους κατάσταση δεν τους επιτρέπει να έχουν ούτε υπολογιστή ούτε σύνδεση στο Internet, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις άρνησης οικογενειών να προχωρήσουν σε αγορά ή σύνδεση, ακόμη και με τις παρεχόμενες επιδοτήσεις και ευκολίες, κυρίως σε περιπτώσεις μειονοτήτων, προσφύγων ή οικογενειών με σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Πέρα από τα προβλήματα που προκύπτουν από την πρόσβαση στην τεχνολογία και τις υποδομές τηλεπικοινωνιών, υπάρχουν και άλλα είδη ανισοτήτων που έρχονται στην επιφάνεια. Ένα μέρος του ρόλου του σχολείου επωμίζονται οι γονείς, οι οποίοι καλούνται να βοηθήσουν το παιδί τους στα σημεία όπου δυσκολεύεται, όταν ο δάσκαλος δεν μπορεί να είναι παρών. Τα παιδιά των οικογενειών της εργατικής τάξης εξαρτώνται πιο πολύ από το σχολικό περιβάλλον για να αποκτήσουν τη γνώση που χρειάζονται, καθώς οι γονείς τους ενδεχομένως να μην μπορούν να τους προσφέρουν επιπλέον βοήθεια στη μελέτη.
Μια έρευνα υποστηρίζει πως επιστρέφοντας στα σχολεία, οι μαθητές θα είχαν φτάσει το 63-68% των αναμενόμενων επιτευγμάτων στην εκμάθηση της ανάγνωσης και 37-50% στα μαθηματικά. Ακόμη κι έτσι, τα ποσοστά θα είχαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα παιδιά οικογενειών χαμηλού εισοδήματος και αυτών των οποίων οι οικογένειες έχουν την ευκαιρία να ενισχύσουν τη μάθησή τους και από το σπίτι με διάφορους τρόπους.
Οι εταιρείες τεχνολογίας το αντιλαμβάνονται αυτό, αλλά δύσκολα μπορούν να κάνουν κάτι από τη δική τους μεριά για να το αντιμετωπίσουν. «Στη Cisco έχουμε ήδη διαθέσιμες τις απαραίτητες λύσεις και τεχνογνωσία για το μέλλον της εκπαίδευσης. Για εμάς όμως, το ζητούμενο είναι η απρόσκοπτη δυνατότητα συμμετοχής στις λύσεις αυτές. Τι μπορούμε να κάνουμε δηλαδή ώστε κανείς μαθητής να μην μείνει πίσω. Ένα Διαδίκτυο που εξυπηρετεί μόνο ένα μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, ειδικά κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, απλά ενισχύει το ψηφιακό χάσμα και περιορίζει την ικανότητά μας να δημιουργήσουμε ένα πιο βιώσιμο, χωρίς αποκλεισμούς μέλλον για όλους. Πρέπει να εξαλείψουμε αυτά τα εμπόδια τώρα και να σχεδιάσουμε αυτό που ονειρευόμαστε για τις κοινωνίες μας», λέει η κα Πρασσάκη.
Μαθήματα βρέξει-χιονίσει; Κι όμως, όχι
«Η καθολική αποδοχή αποδείχθηκε και κατά την δύσκολη περίοδο της κακοκαιρίας, που σε αντίστοιχες περιπτώσεις τα σχολεία παρέμειναν κλειστά. Φέτος δεν χάθηκε ούτε μία διδακτική ώρα, μιας και η εκπαιδευτική διαδικασία συνεχίστηκε κανονικά», μας λέει η κα Πρασσάκη. Στη θεωρία αυτό θα μπορούσε να είναι σωστό, αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική: οι εκπαιδευτικοί με τις οποίες συνομιλήσαμε αναφέρουν προβλήματα στη σύνδεση ακόμη και σε μέρες που υπήρχε πολύ δυνατός αέρας, καταρρακτώδεις βροχές, και φυσικά διακοπές ρεύματος. Αλλά και ο ρυθμός με τον οποίο διεξάγονται τα μαθήματα δεν είναι ο ίδιος, αφού πλέον οι διδακτικές ώρες διαρκούν 30 λεπτά της ώρας στα δημόσια σχολεία (45 λεπτά στα ιδιωτικά, και σε ορισμένες περιπτώσεις και 60 λεπτά).
Η οργάνωση Save the Children υπολογίζει ότι κατά μέσο όρο χάθηκαν 74 ημέρες σχολείου κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε σχολεία όλου του κόσμου, ήτοι το ένα τρίτο της σχολικής χρονιάς.
«Σαφώς και μένεις πίσω. Σε αυτό το μισάωρο πρέπει να μπεις, να βεβαιωθείς ότι δεν υπάρχουν τεχνικά προβλήματα, να διακόψεις κατά τη διάρκεια του μαθήματος γιατί κάποιοι δεν σε ακούν ή γιατί θέλουν να τους επαναλάβεις πράγματα, π.χ. γιατί τους ‘πέταξε έξω’ το δίκτυο και πρέπει να ξαναμπούν. Δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να κάνεις επανάληψη ή να σταθείς σε κάποια σημεία» μας αναφέρει η Δρ. Ευανθία Τσαλίκη, η οποία έχει διδακτική εμπειρία και σε ακαδημαϊκά ιδρύματα, όπου η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη. Οι φοιτητές είναι πλέον εξοικειωμένοι με την τηλεκπαίδευση, χάρη στα προγράμματα ανοικτής και εξ αποστάσεως φοίτησης, αλλά και τα MOOC (που είχαν χαρακτηριστεί επανάσταση μερικά χρόνια πριν). «Σίγουρα τα παιδιά είναι περισσότερο εξοικειωμένα με τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Οι περισσότεροι φοιτητές σήμερα έχουν ηλεκτρονικούς υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα, όμως το σημείο σύγκλισης μεταξύ μαθητών πρωτοβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι ότι προτιμούν τα διά ζώσης μαθήματα, γιατί αυτό που τους έχει λείψει είναι η αλληλεπίδραση και η επαφή με τους συμμαθητές και τον διδάσκοντα», επισημαίνει η κα Τσαλίκη.
Περισσότερα προβλήματα για τους γονείς
Η τηλεκπαίδευση έχει επιβαρύνει πολύ και τους γονείς, που η παραμονή των παιδιών στο σχολείο για αρκετές ώρες της ημέρας διευκόλυνε πολύ την καθημερινότητά τους. Πλέον, πολλοί γονείς εργάζονται από το σπίτι και χρειάζεται όχι μόνο να μοιράζονται το bandwidth της σύνδεσής τους με τα παιδιά -που το καθένα χρειάζεται να παρακολουθεί άλλο μάθημα-, αλλά και συχνά πρέπει να διακόπτουν την εργασία τους για να τα φροντίσουν ή να τα βοηθήσουν σε κάτι. Τα παιδιά, μη μπορώντας να εκτονώσουν την ενέργειά τους με τους συνομήλικούς τους, συχνά γίνονται νευρικά ή μελαγχολικά στο σπίτι. Από την άλλη πλευρά, είναι και αυτοί οι γονείς που δεν μπορούν να εργαστούν εξ αποστάσεως, αλλά δεν μπορούν να πάρουν το ρίσκο να αφήσουν τη φροντίδα των παιδιών σε μία/έναν επαγγελματία ή σε ένα συγγενικό πρόσωπο που ενδεχομένως ανήκει σε ευπαθή ομάδα. Η φροντίδα μελών της οικογένειας που παραμένουν στο σπίτι έχει ένα σημαντικό τίμημα στην επιχειρηματική δραστηριότητα, ειδικά των γυναικών.
Στοιχεία δείχνουν πως το 2020, η γυναικεία επιχειρηματικότητα υπέστη σημαντικό πλήγμα, καθώς η χρηματοδότηση μειώθηκε κατά 27% σε σχέση με το 2019 σε startups με γυναίκες ιδρύτριες, με πιθανότερη αιτία την αναγκαιότητα παραμονής των γυναικών στο σπίτι για τη φροντίδα των νεότερων και των γηραιότερων μελών της οικογένειας.
Τα οφέλη της τεχνολογίας
Πέρα από τα προφανή κέρδη, όπως η πρόσβαση από παντού και η συνέχιση της διδασκαλίας κάτω από δυσμενείς παγκόσμιες συνθήκες, υπάρχουν και μικρότερα οφέλη από την τηλεκπαίδευση, τα οποία ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπουμε.
«Τον τελευταίο χρόνο, έχουν αναδειχτεί πολλά από τα οφέλη που μπορεί να δημιουργήσει η αξιοποίηση των μεγάλων δυνατοτήτων που προσφέρει η τεχνολογία. Από τον επαναπροσδιορισμό της συμμετοχής των μαθητών στην τάξη, την έκρηξη δημιουργικότητας και την εξοικείωση με τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν σε ένα σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, η τεχνολογία μπορεί να μετασχηματίσει την εκπαίδευση σε μια ελκυστική, διαφωτιστική και ουσιαστικά ωφέλιμη εμπειρία» λέει ο κος Πλούταρχος Ρήγας.
«Ένα βασικό πλεονέκτημα, που μου έκανε εντύπωση, είναι ότι οι μαθητές παρακολουθούν με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Μάλιστα, εξομαλύνει, θα έλεγα, τις ιδιαιτερότητες, καθώς παιδιά με ιδιαιτερότητες ανταποκρίνονται καλύτερα μέσα από τον δικό τους χώρο και νιώθουν πιο άνετα όντας σε ασφαλή ζώνη», αναφέρει η εκπαιδευτικός Μαριάννα Ζαρωνάκη.
Το εικονικό σκηνικό είναι διαφορετικό από τη φυσική διάταξη, όπου ο καθηγητής κατέχει μια εξέχουσα θέση και τα παιδιά που κάθονται πιο κοντά στο έδρανό του είναι πιθανό να τυγχάνουν πιο ευνοϊκής μεταχείρισης και να προοδεύουν περισσότερο, κατά το φαινόμενο του Πυγμαλίωνα.
Ακόμη, είναι στην ευχέρεια του εκπαιδευτικού να ανοίξει ή να κλείσει τα μικρόφωνα των μαθητών, επιλέγοντας να μην εκθέσει ενδεχομένως μαθητές που έχουν κάποια δυσκολία στην έκφραση ή στην ομιλία. Οι διαφορετικές ταχύτητες εκμάθησης δεν είναι πλέον φανερές, ενώ κρυμμένες παραμένουν και σωματικές αναπηρίες ή χαρακτηριστικά που στη φυσική παρουσία αποτελούσαν αιτία εκφοβισμού ή κοροϊδίας, με επιπτώσεις και στην μαθησιακή διαδικασία. Οι πιο εσωστρεφείς μαθητές αισθάνονται λιγότερο άβολα μέσα στην ψηφιακή τάξη, ενώ σε περιπτώσεις απομακρυσμένων περιοχών, περιορίζονται τα κόστη και οι δυσκολίες μετακίνησης από και προς το εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Η μεγάλη ευκαιρία των startups και των τεχνολογικών εταιρειών
Όπως θα ήταν αναμενόμενο, οι πωλήσεις laptop και tablets για σχολική χρήση αυξήθηκαν κατά 18% πέρυσι και αναμένεται να αυξηθούν κατά 15% επιπλέον φέτος. Όμως, δεν είναι το hardware που κλέβει την παράσταση εδώ.
Οι νεοφυείς τεχνολογικές επιχειρήσεις, βρισκόμενες σχεδόν πάντα ένα βήμα μπροστά, ωφελήθηκαν σημαντικά από τη μετάβαση στις ψηφιακές τάξεις. Η εισροή επενδυτικών κεφαλαίων στις εκπαιδευτικές startups υπερδιπλασιάστηκε, φτάνοντας τα $12.58 δισεκατομμύρια παγκοσμίως το 2020, από τα $4.81 δισ. το 2019, σύμφωνα με στοιχεία της CB Insights. Η Newsela, μια startup που ανέπτυξε μια πλατφόρμα για την εύκολη εύρεση και συγκέντρωση εκπαιδευτικού υλικού, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας έφτασε στο στάδιο unicorn (αποτίμηση 1 δισ. δολαρίων), καθώς είδε τους λογαριασμούς χρηστών της να αυξάνονται κατά 87% σε σχέση με το 2019.
Ακόμη και οι υπηρεσίες που παρέχονται δωρεάν βγαίνουν ωφελημένες από την κατάσταση, καθώς κερδίζουν χρήστες που θα συνεχίσουν να τις αξιοποιούν και το μέλλον. Μια τέτοια είναι και το Google Classroom, μια υπηρεσία που βοηθά εκπαιδευτικούς να αναθέσουν και να αξιολογήσουν εργασίες, η οποία το 2019 μετρούσε 40 εκατομμύρια χρήστες, ενώ μετά το 2020 έχει πλέον φτάσει τους 150 εκατομμύρια χρήστες.
Τι θα συμβεί το επόμενο διάστημα, που τα σχολεία θα ανοίξουν σταδιακά τις πόρτες τους; Θα έχουν πάει χαμένες οι επενδύσεις σε εταιρείες τηλεκπαίδευσης; Όχι εντελώς, αφού όσο κι αν οι μαθητές επιστρέψουν στις τάξεις, θα έχει επιταχυνθεί η χρήση των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση κατά πολλά χρόνια. Τα laptop και τα tablets θα έχουν μπει στη σχολική ρουτίνα, και οι νέες εκπαιδευτικές μέθοδοι θα έχουν υιοθετηθεί από πολύ περισσότερους εκπαιδευτικούς και μαθητές.
Στο βιβλίο του Failure to Disrupt ,ο επίκουρος καθηγητής του ΜΙΤ, Justin Reich, ισχυρίζεται πως δεν αρκεί η τεχνολογία από μόνη της για να μετασχηματίσει την εκπαίδευση: «Οι τεχνολογίες μάθησης, ακόμη κι αυτές που είναι δωρεάν, συνήθως ωφελούν περισσότερο τους ήδη προχωρημένους μαθητές και δεν βοηθούν καθόλου να μειωθούν οι διαρκώς αυξανόμενες ανισότητες στην εκπαίδευση. Τα ιδρύματα και οι επενδυτές συνήθως ευνοούν τα προγράμματα που μπορούν να επεκταθούν γρήγορα, αλλά σε βάρος της πραγματικής καινοτομίας. Φαίνεται πως η τεχνολογία από μόνη της δεν μπορεί να αλλάξει την εκπαίδευση ή τουλάχιστον όχι παρακάμπτοντας τον δύσκολο δρόμο των θεσμικών αλλαγών.»
Εκπαιδεύοντας τους εκπαιδευτικούς
«Το διαδικτυακό μάθημα είναι τελείως διαφορετικό. Δυστυχώς, με το να χάνεται η ανθρώπινη ουσιαστικά επαφή χάνονται πολλά κομμάτια της εκπαιδευτικής διαδικασίας που έχουν να κάνουν τόσο με την κατανόηση του νέου αντικειμένου όσο και με την εφαρμογή της. Θεωρώ ότι οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν διδαχτεί επαρκώς, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτόν τον τρόπο διδασκαλίας. Τα μαθήματα πρέπει να έχουν έναν διαφορετικό τρόπο παρουσίασης και να μην ακολουθούν το στεγνό φωτοτυπικό στυλ της τάξης» μας λέει η εκπαιδευτικός Μαριάννα Ζαρωνάκη.
“Το 98% των εκπαιδευτικών αναγνωρίζουν την επιτακτική ανάγκη επιμόρφωσής τους στις ψηφιακές πλατφόρμες”
Ο κος Πλούταρχος Ρήγας με τη σειρά του θέτει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, αυτό της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών. «Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της εκπαίδευσης είναι ένα ανθρωποκεντρικό ταξίδι με απώτερο σκοπό να βοηθήσει τους μαθητές να αναπτύξουν τις δυνατότητές τους και να προετοιμαστούν για την αγορά εργασίας του μέλλοντος. Στο επίκεντρο αυτού του ταξιδιού βρίσκονται οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μελλοντική επιτυχία των σπουδαστών και θα πρέπει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι για να ανταποκριθούν στη σπουδαία αυτή αποστολή. Στη Microsoft, μια από τις σημαντικότερες προτεραιότητές μας για την εκπαίδευση είναι να προσφέρουμε στους εκπαιδευτικούς τα κατάλληλα εφόδια για να μπορέσουν να ενσωματώσουν με επιτυχία την τεχνολογία στη μαθησιακή διαδικασία. Γι’ αυτό το λόγο, διαθέτουμε εργαλεία όπως το Microsoft 365 και το Teams δωρεάν στους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι μπορούν να τα αξιοποιήσουν άμεσα στην τάξη τους, ενώ προσφέρουμε προγράμματα επαγγελματικής ανάπτυξης με σεμινάρια και εκπαιδεύσεις που εξοικειώνουν τους εκπαιδευτικούς με τα νεότερα ψηφιακά εργαλεία. Τέλος, δίνουμε τη δυνατότητα για επικοινωνία και ανταλλαγή καλών πρακτικών μέσω των παγκόσμιων κοινοτήτων εκπαιδευτικών της Microsoft (Microsoft Innovative Educator Experts).»
Η ανάγκη κατάρτισης των εκπαιδευτικών διαφαίνεται κι από μια έρευνα της ΜΚΟ Socialinnov, η οποία απέστειλε σε εκπαιδευτικούς το ίδιο ερωτηματολόγιο πριν και μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, οι εκπαιδευτικοί επέλεξαν τις κάτωθι τρείς ως τις σημαντικότερες ωφέλειες της τεχνολογίας για το σχολείο τους (με αυτή τη σειρά προτεραιότητας): βελτίωση του τρόπου διαχείρισης των πληροφοριών στο σχολείο τους (από καθηγητές, μαθητές, βιβλιοθήκη κ.λπ.), βελτίωση της εκπαιδευτικής εμπειρίας των μαθητών, καθώς και του μαθησιακού αποτελέσματος, καλύτερη πρόσβαση στη γνώση. Ωστόσο, οι απαντήσεις σχετικά με τη βελτίωση της εκπαιδευτικής εμπειρίας των μαθητών μειώθηκαν κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες στο ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, φανερώνοντας τη δυσαρέσκεια των εκπαιδευτικών για τη μη κατάλληλη προετοιμασία και επιμόρφωσή τους.
Την ίδια στιγμή, σε ποσοστό 87,38% δηλώνουν πως είναι θετικοί στο ενδεχόμενο να υιοθετηθούν πρακτικές σύγχρονης/ασύγχρονης εξ αποστάσεως διδασκαλίας είτε για όλες, είτε για συγκεκριμένες θεματικές, είτε στις περιπτώσεις αδυναμίας μάθησης δια ζώσης, αλλά αναγνωρίζουν, σε ποσοστό 98,19% την επιτακτική ανάγκη για επιμόρφωσή τους στις παραπάνω πλατφόρμες.
Μαθήματα από το Πανεπιστήμιο της Πίζας
Ένα από τα πιο αισιόδοξα παραδείγματα για το πόσο η τεχνολογία μπορεί να ενδυναμώσει την εκπαίδευση έρχεται από την Ιταλία, τη χώρα που δοκιμάστηκε πολύ σκληρά στις αρχές της πανδημίας. Το Πανεπιστήμιο της Πίζας είναι ένα από τα πιο παλιά ακαδημαϊκά ιδρύματα στον κόσμο, αλλά άρχισε να ενστερνίζεται τις τεχνολογικές προόδους μόλις αυτές γίνονταν διαθέσιμες. Εξυπηρετεί σχεδόν 50.000 φοιτητές με τη βοήθεια περισσότερων από 3.000 καθηγητών και προσωπικού, σε 20 τμήματα. Έως και πριν την πανδημία, οι κλάδοι της πληροφορικής και των επιστημών ωφελούνταν κυρίως από την τεχνολογία, αλλά μετά το ξέσπασμα της κρίσης έγινε μια «έκρηξη» των υπαρχουσών πρωτοβουλιών και των προϋπαρχόντων projects σε πλήρη κλίμακα, όπως μας λέει ο κος Maurizio Davini, CTO στο Πανεπιστήμιο της Πίζας: «Στην Ιταλία, στις 5 Μαρτίου 2020, κηρύχθηκε εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ξεκινήσαμε με πάνω από το 97% των μαθημάτων online μέχρι τη Δευτέρα 9 Μαρτίου. Η πραγματική πρόκληση ήταν να διασφαλιστεί ότι όλοι οι καθηγητές και οι μαθητές θα ήταν σε θέση να βρουν τις σχετικές πληροφορίες στο διαδίκτυο, και με έναν όγκο 2.000 μαθημάτων, αυτό ήταν πραγματικά ένα τεράστιο επίτευγμα. Έπρεπε να εκπαιδεύσουμε γρήγορα λιγότερο προσανατολισμένους στην τεχνολογία καθηγητές για να παρέχουν απομακρυσμένη διδασκαλία. Από την άλλη πλευρά, οι μαθητές βρήκαν τη μετάβαση ομαλή ως εγγενείς ψηφιακοί χρήστες.»
Για να το καταφέρουν αυτό, είχαν στη διάθεσή τους έναν αναπάντεχο σύμμαχο: έναν άλλο τεχνολογικό κολοσσό, την Dell Technologies. «Η υποδομή μας βασίζεται σε υβριδικό cloud και αξιοποιήσαμε ισχυρά στοιχεία σε όλες τις πτυχές. Βασικά αναθέσαμε σε δημόσιες ροές cloud και βιντεοκλήσεις, διατηρώντας τους δικούς μας πόρους για έρευνα και διδακτική δραστηριότητα. Οι μαθητές είχαν απομακρυσμένη πρόσβαση σε πόρους που λειτουργούν στις εγκαταστάσεις μας, ενώ το εύρος ζώνης επικοινωνίας ανατέθηκε στους μεγάλους παίκτες. Πιστεύουμε ότι αυτή είναι μια καλή ισορροπία για τη φιλοξενία σε εσωτερικούς πόρους πληροφορικής βασικών δραστηριοτήτων όπως η υποστήριξη της έρευνας και η παράδοση του ψηφιακού περιεχομένου που απαιτείται για τη διασφάλιση εξαιρετικού περιεχομένου στις αίθουσες διδασκαλίας και τα εργαστήριά μας.»
Χάρη στην αύξηση της υπολογιστικής δύναμης, το Πανεπιστήμιο μπόρεσε να υποστηρίξει την έρευνα COVID-19 του κοντινού νοσοκομείου Santa Chiara, υποστηρίζοντας παράλληλα ένα ερευνητικό πρόγραμμα χημείας με βάση την τεχνητή νοημοσύνη και μια κοινή υπηρεσία πολλαπλών cloud για διοικητικές υπηρεσίες, νοσοκομεία και πόλεις στην Τοσκάνη.
Πώς θα είναι το σχολείο του 2045;
Τα σενάρια πολλά, αλλά κανένα δεν ακούγεται τόσο πιθανό. Τα περισσότερα αποτελούν μια μίξη φυσικής και εικονικής τάξης, που θα επιτρέπει σε παιδιά από απομακρυσμένες περιοχές ή σε συνθήκες που δεν τους επιτρέπουν τη μεταφορά στο σχολείο να βρίσκονται στην τάξη τους ακόμη και με τηλερομποτική (ρομποτικές συσκευές που τα αναπαριστούν), ενώ οι πιο φανατικοί της τεχνολογίας φαντάζονται εικονικές τάξης με VR ή virtual worlds. Όμως, πριν φτάσουμε τόσο μακριά, ας θέσουμε ένα βασικό ερώτημα: Μπορεί να συνεχιστεί η εκπαίδευση σε online περιβάλλον;
«Για μεγάλο διάστημα, όχι. Μπορεί να είναι συνεπικουρική, αλλά όχι η κύρια μορφή διδασκαλίας. Γιατί τα παιδιά χρειάζονται φαντασία, επικοινωνία, αλληλεπίδραση, προσωπική επαφή με τον εκπαιδευτικό. Κάτι που δεν μπορεί να κάνει ένα μηχάνημα ή να γίνει μέσω αυτού…» μας λέει η κα Ζαρωνάκη. Πώς φαντάζεται την τάξη του μέλλοντος; «Με βιβλία ελπίζω, συν ταμπλέτες στις τσάντες ως επιπλέον εργαλείο. Οι μαθητές θα δημιουργούν νέα γνώση, δημιουργικά. Γενικά, ο τεχνολογικός εξοπλισμός να γίνει κομμάτι της σχολικής ζωής.» Η κα Τσαλίκη συμφωνεί: «Ίσως ο δάσκαλος να κατέχει διαφορετικό ρόλο, όχι τόσο της αυθεντίας όσο του διαμεσολαβητή, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ μια τάξη χωρίς αλληλεπίδραση. Μπορώ να φανταστώ μια τάξη όπου θα υπάρχουν υπολογιστές, αλλά όχι που η διδασκαλία θα γίνεται μέσω αυτών αποκλειστικά».
«Τεχνολογίες όπως AR και VR, η χρήση AI στην εκπαιδευτική διαδικασία, εξειδικευμένα μαθήματα και νέες ειδικότητες σχετικές με την τεχνολογία, ρομποτική, STEM θα είναι μερικές από τις εξελίξεις που περιμένουμε τα επόμενα χρόνια. Οι υποδομές των σχολικών μονάδων πρέπει να αναβαθμιστούν για να υποστηρίξουν αυτές τις εξελίξεις και να δώσουν στους μαθητές τη δυνατότητα χρήσης της τεχνολογίας μέσα στα σχολεία τους» λέει η κα Πρασσάκη και συνοψίζει πολύ εύστοχα: «τέσσερα είναι τα κρίσιμα στοιχεία επάνω στα οποία θα δομηθεί η εκπαίδευση στο άμεσο μέλλον. Λύσεις απλές στη χρήση, ασφαλείς, που λειτουργούν άψογα μεταξύ τους και με υψηλού επιπέδου υποστήριξη. Και όλα αυτά διαθέσιμα σε όλους, χωρίς περιορισμούς.»
Υπό αυτό το πρίσμα, μέσα στον τελευταίο χρόνο τηλεκπαίδευσης, τέθηκαν ορισμένες γερές βάσεις. Αυτό φαίνεται να πιστεύει και ο κος Ρήγας: «Σίγουρα ολόκληρη η εκπαιδευτική κοινότητα ανυπομονεί να γυρίσει πίσω στην κανονικότητα με τους μαθητές πίσω στα θρανία. Όμως στο διάστημα αυτό, οι εκπαιδευτικοί πειραματίστηκαν με την τεχνολογία και ανακάλυψαν δυνατότητες που δεν μπορούσαν προηγουμένως να φανταστούν. Στη νέα αυτή πραγματικότητα η τεχνολογία έχει ενδυναμώσει τους εκπαιδευτικούς και τους έδωσε την ευκαιρία να μπορούν να δημιουργήσουν ευέλικτα περιβάλλοντα μάθησης που απευθύνονται σε όλους τους μαθητές.»
Κι όσο κι αν μέχρι οι περισσότερο τεχνολόγοι από εμάς έχουμε φανταστεί μια εικονική τάξη με τεχνολογίες AR και VR, ακόμη και με ολογράμματα, που θα φέρνουν την εμπειρία της συναναστροφής όσο πιο κοντά γίνεται στο πραγματικό, οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί μας προσγειώνουν απότομα. Όταν μεταφέρω τον ενθουσιασμό μου στην κα Τσαλίκη, και της περιγράφω μια τάξη όπου θα μπορεί το κάθε παιδί να δει τους συμμαθητές του στον χώρο και το μόνο που δεν θα μπορεί να κάνει θα είναι να απλώσει το χέρι του και να τους αγγίξει, με προσγειώνει με μια δόση φόβου: «ακριβώς εκεί πρέπει να εστιάσουμε, θα χαθεί το απρόοπτο και το ξαφνικό. Η φυσική παρουσία δημιουργεί την κατάλληλη ψυχολογία για να μπορεί κάποιος να μάθει. Η διδασκαλία, εκτός από επιστήμη είναι και τέχνη, το να μπορείς να δημιουργείς το κατάλληλο κλίμα για μάθηση – αυτό δεν νομίζω πως μπορεί να γίνει με εικονική πραγματικότητα». Σκέφτομαι πως αυτό είναι αλήθεια ακόμη και για τους μεγάλους, καθώς μια πρόσφατη μελέτη δείχνει πως η τηλεργασία έχει μειώσει την ικανότητα των τηλεργαζομένων να μαθαίνουν.
«Πιστεύουμε ότι θα υπάρξει ένας νέος κανόνας πέρα από την πανδημία, σύμφωνα με την οποία η διδασκαλία στην τάξη θα εμπλουτιστεί με εξατομικευμένο ψηφιακό περιεχόμενο, ξεπερνώντας το στυλ διδασκαλίας του PowerPoint που δημιουργήθηκε κατά τη δεκαετία του ’90. Δεν πιστεύουμε ότι η πραγματική πρόκληση θα είναι η συμπερίληψη της τελευταίας τεχνολογίας, διότι η διδασκαλία δεν αφορά την επίδειξη. Ο ρόλος της είναι να παράγει ψηφιακό περιεχόμενο ικανό να αξιοποιήσει τις ψηφιακές τεχνολογίες για να δώσει την καλύτερη, εξατομικευμένη και διαδραστική εμπειρία σε καθέναν από τους μαθητές μας», μας λέει ο Maurizio Davini, επαναφέροντάς μας σε μια πραγματικότητα όπου τα VR headsets μπορούν να περιμένουν όσο η σύνδεση στο Internet θα διακόπτεται κάθε φορά που τα μποφόρ θα ανεβαίνουν ή που έστω και ένας μαθητής δεν θα μπορεί να έχει την ίδια πρόσβαση στα μέσα που χρειάζεται για να βρίσκεται ισότιμα μέσα σε μία τάξη – φυσική ή εικονική.