Η στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει ήδη βάλει σε κίνηση τον μηχανισμό αναδιανομής των δυνάμεων στον πλανήτη. Είμαστε στον προθάλαμο ενός νέου Ψυχρού Πολέμου; Μήπως έχουμε ήδη διασχίσει το κατώφλι μιας πρωτόγνωρης πολυπολικότητας; Τρεις έμπειροι αναλυτές αποπειρώνται να δώσουν απαντήσεις στα αγωνιώδη ερωτήματα για την επόμενη μέρα του πολέμου.
Τη μέρα που ολοκληρωνόταν αυτό το ρεπορτάζ, η Ζαπορίζια δεχόταν δριμεία πυραυλική επίθεση και τουλάχιστον τέσσερις κωμοπόλεις στην περιφέρεια του Χαρκόβου και του Ντονμπάς περνούσαν στα χέρια του ρωσικού στρατού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση για 63η μέρα.
Το επόμενο πρωί, οι Ρώσοι ανακοίνωσαν τη διακοπή παροχής φυσικού αερίου στην Πολωνία και τη Βουλγαρία, ενώ εκρήξεις συντάραξαν τα περίχωρα της Τιράσπολ στην Υπερδνειστερία, την αυτόνομη περιφέρεια στα ανατολικά σύνορα της Μολδαβίας. Ο παράλληλος πόλεμος, αυτός που διεξάγεται γύρω από την Ουκρανία για την απόκτηση ή την ανάκτηση οικονομικών και γεωστρατηγικών πλεονεκτημάτων, αποκτούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο δύο ακόμα μέτωπα, επιβεβαιώνοντας το δυσοίωνο προαίσθημα ότι από τη στιγμή που τα βουβάλια αποφάσισαν να παλέψουν στον ευρωπαϊκό βάλτο, κανένα από τα βατραχάκια της ηπείρου δεν θα βγει αλώβητο από τη σύγκρουσή τους.
Με δεδομένο ότι ο πόλεμος είναι ακόμα σε εξέλιξη και, μάλιστα, χωρίς κάποιον ορατό ορίζοντα για ανακωχή ή κατάπαυση του πυρός, είναι δύσκολο να γίνουν εκτιμήσεις για την έκβασή του και για την έκταση της καταστροφής που θ’ αφήσει πίσω του. Ο ίδιος ο πόλεμος, όμως, αποτελεί από μόνος του ένα δεδομένο. Το ανεπίστρεπτο, συντριπτικό γεγονός της βίαιης εισβολής μιας πυρηνικής δύναμης σε μια ευρωπαϊκή χώρα με σκοπό την απόσπαση εδαφών, δημιουργεί μια συνθήκη πρωτόγνωρη για τον 21ο αιώνα και μοιάζει να αναδιαμορφώνει δραστικά το διπλωματικό, οικονομικό και -αναπόφευκτα- το στρατηγικό τοπίο εντός του οποίου θα κινηθεί ο πλανήτης τα επόμενα χρόνια.
Η καταστροφή
Από την πρώτη σχεδόν στιγμή της ρωσικής εισβολής έγινε αντιληπτό ότι οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτού του πολέμου θα προκύψουν ανεξάρτητα από την έκβασή του και δεν θα αφορούν αποκλειστικά τις αντιμαχόμενες πλευρές. Θα επηρεάσουν σίγουρα την Ευρώπη (κάποιες τις βιώνουμε ήδη) και σε έναν σημαντικό βαθμό την παγκόσμια κοινότητα.
Σε πρώτη φάση, βέβαια, όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος Φίλης, εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου, «οι μεγάλοι χαμένοι του πολέμου είναι τρεις. Με σειρά προτεραιότητας: η Ουκρανία, η Ρωσία και η Ευρώπη». Για την Ουκρανία η καταστροφή είναι ήδη ασύλληπτη: δεκάδες χιλιάδες νεκροί στρατιώτες και πολίτες, ισοπεδωμένες πόλεις, ανυπολόγιστος αριθμός εκτοπισμένων που έχουν προσφύγει σε άλλες χώρες, διαλυμένες υποδομές, δίκτυα συγκοινωνίας και μεταφορών.
Ο Μάνος Καραγιάννης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, με γνωστικό αντικείμενο την Πολιτική και τις Διεθνείς Σχέσεις στη Ρωσία και τον Μετασοβιετικό Κόσμο, εκτιμά ότι στο τέλος του πολέμου η κατεστραμμένη Ουκρανία θα έχει επιστρέψει σε πολλούς τομείς στην εποχή του Β’ Παγκοσμίου. «Αυτή η χώρα θα πληρώσει, δυστυχώς, πολύ βαρύ τίμημα. Απ’ ό,τι φαίνεται ένα κομμάτι της θα είναι στο εξής υπό ρωσική κατοχή -η Κριμαία και το Ντονμπάς- ενώ στο διπλωματικό πεδίο συζητιέται το σενάριο της ‘Φινλανδοποίησης’. Να παραμείνει, δηλαδή, η Ουκρανία ανεξάρτητη, αλλά να υποχρεωθεί σε στρατηγική ουδετερότητα. Θα είναι σίγουρα εκτός ΝΑΤΟ και πιθανότατα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης – θα έχει την αμέριστη συμπαράσταση της Ευρώπης, αλλά θεωρώ ότι είναι δύσκολο να φτάσει ως την ένταξη».
«Και για τη Ρωσία, όμως, το κόστος του πολέμου είναι πάρα πολύ μεγάλο και θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο προϊόντος του χρόνου», σημειώνει ο Κωνσταντίνος Φίλης. Πέρα από τις δεδομένες στρατιωτικές απώλειες της εισβολής, «η ρωσική οικονομία θα υποστεί ασφυκτικές πιέσεις και είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα κλονιστεί. Και εννοείται ότι η Ευρώπη κατατάσσεται αυτομάτως στους χαμένους γιατί η οικονομία της έχει πολύ μεγάλο βαθμό εξάρτησης από τη ρωσική, κυρίως στον τομέα της ενέργειας. Η Ρωσία είναι ο βασικός ενεργειακός προμηθευτής ευρωπαϊκών κρατών κι αυτό δημιουργεί ένα αντικειμενικό και πολύ σοβαρό πρόβλημα».
Ο Κώστας Ράπτης, δημοσιογράφος με μεγάλη εμπειρία στο διεθνές ρεπορτάζ και εξαιρετικός αναλυτής των διεθνών σχέσεων, ξεχωρίζει ως χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Γερμανίας. «Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια γραφειοκρατική υπηρεσία των Βρυξελλών με επικεφαλής την Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, τον Μπορέλ και τους υπόλοιπους, ακολουθεί απλώς τις γραμμές των Αμερικανών και κινείται σε μια λογική γοήτρου. Για τα ισχυρότερα κράτη – μέλη της Ένωσης, όμως, οι αποφάσεις για κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα έχουν σημαντικό κόστος. Η Γερμανία, για παράδειγμα, αυτήν τη στιγμή κάνει οικονομικό χαρακίρι. Θα πρέπει μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να αλλάξει άρδην το αναπτυξιακό μοντέλο στο οποίο στήριξε την ευημερία της και την ηγεμονία της στην Ευρώπη. Ήταν ένα βολικό μοντέλο, αφού της εξασφάλιζε αμυντική ασπίδα από τους Αμερικανούς για να μην ξοδεύει για εξοπλισμούς, φθηνή ενέργεια από τους Ρώσους και εξαγωγική αγορά στους Κινέζους, ενώ τοποθετούσε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη από κάτω της. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η Γερμανία θα έπρεπε ούτως ή άλλως να οδηγηθεί σε ένα μοντέλο αποβιομηχάνισης για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς και οπωσδήποτε περιβαλλοντικούς, αλλά αυτά δεν γίνονται εύκολα. Είναι σίγουρο ότι για την τωρινή στάση της έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο και η πρόσφατη πολιτική αλλαγή, που έφερε στην κυβέρνηση τις πιο ατλαντιστικές δυνάμεις, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους. Συνολικά, πάντως, οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών κατέστησαν σαφές ότι η Ευρώπη δεν είναι δρώσα. Δεν έχει δική της ατζέντα. Σε έναν βαθμό, βέβαια, αυτό είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία».
Mετά την καταστροφή
“Οι ΗΠΑ ήταν, είναι και θα είναι η ηγέτιδα δύναμη του ελεύθερου κόσμου. Χωρίς την Αμερική η Δύση δεν μπορεί να επιβιώσει”
Μάνος Καραγιάννης
Από τις πρώτες κιόλας ώρες του πολέμου έγινε σαφές ότι η Ευρώπη δεν θα είχε τον πρώτο ή τον καθοριστικό λόγο στις αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν για την αντιμετώπιση ενός κοσμοϊστορικού γεγονότος που λαμβάνει χώρα σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η Ρωσία έχει απέναντί της τη Δύση -τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ- κι αυτή είναι μια σημαντική διαπίστωση για να κατανοήσουμε πώς θα διαμορφωθεί η ισορροπία δυνάμεων στον πλανήτη μετά την κίνηση της Ρωσίας να εισβάλει στρατιωτικά στην Ουκρανία.
«Οι ΗΠΑ ήταν, είναι και θα είναι η ηγέτιδα δύναμη του ελεύθερου κόσμου. Χωρίς την Αμερική η Δύση δεν μπορεί να επιβιώσει», τονίζει εμφατικά ο Μάνος Καραγιάννης. Κατά τη γνώμη του, το καθοριστικό νέο δεδομένο που προκύπτει μετά τον πόλεμο είναι η επιστροφή των ΗΠΑ στην Ευρώπη. «Όλη αυτή η συζήτηση που υπήρχε από τα χρόνια του Ομπάμα για την αποχώρηση των Αμερικανικών δυνάμεων -το λεγόμενο pivot- έχει πλέον ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Θα αλλάξουν πολλά πράγματα στην αρχιτεκτονική ασφαλείας της Δύσης. Το ΝΑΤΟ θα επιστρέψει στην αρχική του αποστολή, που είναι η ανάσχεση της Ρωσικής απειλής και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πλέον έναν καλό λόγο -μια υπαρκτή μεγάλη απειλή- για να προχωρήσει στον τομέα της άμυνας. Η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης είναι μονόδρομος και θα πραγματοποιηθεί με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Οδηγούμαστε στη δημιουργία ενός νέου σιδηρού παραπετάσματος και στην απομόνωση της Ρωσίας για τα επόμενα χρόνια».
Η απομόνωση της Ρωσίας μέσω των οικονομικών κυρώσεων είναι η βασική επιδίωξη της Δύσης κι ένας από τους κεντρικούς πυλώνες της στρατηγικής της, μαζί με την παροχή στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία. Η Ρωσία, όμως, δεν έχει απομονωθεί, τουλάχιστον όχι με την απολυτότητα που εμφανίζουν τα δυτικά μέσα ενημέρωσης. Όπως παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Φίλης, «σε σχέση με τη Δύση, η Ρωσία είναι πλέον πολύ περισσότερο απομονωμένη απ’ ό,τι ήταν τα προηγούμενα χρόνια, ακόμα και μετά την Κριμαία. Για διεθνή απομόνωση, όμως, δεν μπορούμε να μιλήσουμε, αφού οι περισσότερες χώρες της Ασίας -συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Ινδίας- πολλές χώρες της Αφρικής, οι χώρες της Νότιας Αμερικής, ακόμα και κάποιοι παραδοσιακοί εταίροι των ΗΠΑ όπως τα κράτη της Μέσης Ανατολής, δεν έχουν απομονώσει τη Ρωσία. Δεν έχουν επιβάλει κυρώσεις σε βάρος της και δεν έχουν υιοθετήσει τη σκληρή στάση που θα ήθελαν οι Αμερικανοί. Κι αυτό, βέβαια, δείχνει μια νέα τάση που έρχεται στον κόσμο».
Η «απομόνωση» της Ρωσίας θυμίζει στον Κώστα Ράπτη το παλιό ανέκδοτο για τα βρετανικά πρωτοσέλιδα: «ομίχλη στη Μάγχη, η ήπειρος αποκλείστηκε». Για τον έμπειρο δημοσιογράφο, «η μεγάλη εξέλιξη των ημερών είναι αυτή ακριβώς η απροθυμία των τρίτων να μπουν στη διαδικασία των κυρώσεων. Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο, είναι ότι διάφορες χώρες πλασάρονται ως κόμβοι υποδοχής διωκόμενων ρωσικών κεφαλαίων. Μπορώ να κατονομάσω τουλάχιστον τρεις: τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ισραήλ και την Τουρκία. Όλες τους φιλοδοξούν να γίνουν τα “καταφύγια” των Ρώσων ολιγαρχών, ενώ η Τουρκία ενδιαφέρεται και για τους Ρώσους τουρίστες, οι οποίοι δεν έχουν πια και πολλές διεξόδους.
“Στην εποχή μας αναδύονται νέες πλανητικές ισορροπίες και η προηγούμενη μονοπολική αμερικανική ηγεμονία δεν συμβαδίζει μ’ αυτήν την πραγματικότητα”
Κώστας Ράπτης
»Στην πράξη, είναι πολύ λίγες και πολύ συγκεκριμένες οι χώρες που έχουν προχωρήσει σε κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Και αυτό είναι η πραγματική δοκιμασία, όχι η ψήφος που ρίχνει ο καθένας σε μια ψηφοφορία πολιτικής αποδοκιμασίας στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ για μια πράξη μη υπερασπίσιμη όπως μια στρατιωτική εισβολή ή για την αποβολή της Ρωσίας από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – ακόμα και η Σερβία που είναι φιλορωσική χώρα ψήφισε υπέρ της αποβολής της από το ΣΑΔ. Το να δηλώσεις την πολιτική σου διαφωνία με την εισβολή δεν είναι το ίδιο με το να στρατευτείς έμπρακτα στην απομόνωση της Ρωσίας που επιβάλλει η Δύση μέσω κυρώσεων. Ο πλανήτης δεν είναι η Δύση και αυτό που συμβαίνει τώρα κατά τη γνώμη μου μας οδηγεί στην καρδιά της συζήτησης: Στην εποχή μας αναδύονται νέες πλανητικές ισορροπίες και η προηγούμενη μονοπολική αμερικανική ηγεμονία δεν συμβαδίζει μ’ αυτήν την πραγματικότητα. Πρέπει να ακούμε ακριβώς αυτό που λένε οι πρωταγωνιστές της Ιστορίας, γιατί κάποιες φορές είναι πολύ ξεκάθαροι στις επιδιώξεις τους. Ο Λαβρόφ (σ.σ: ο υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας), αλλά και η κινεζική ηγεσία και οι Ινδοί με την πολύ χαρακτηριστική στάση τους, μιλάνε για την έλευση ενός πολυπολικού κόσμου. Αυτό προκύπτει από τη δυναμική των πραγμάτων – το κέντρο βάρους του σύγχρονου καπιταλισμού μετατοπίζεται ανατολικά. Και νομίζω ότι η αυτόματη άμυνα της Αμερικής, είναι αυτόν τον αναδυόμενο πολυπολισμό να τον εκβιάσει σε έναν νέο διπολισμό. Σε ένα “ή μαζί μας ή με τους άλλους”. Προσωπικά δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα πετύχει αυτό το μάντρωμα του πλανήτη σε δύο στρατόπεδα, ένα της απομονωμένης Ρωσίας με τους δορυφόρους της κι ένα στο οποίο απρόσκοπτα θα ασκείται η αμερικανική ηγεμονία».
Μια βεβαιότητα που προκύπτει μετά τις κυρώσεις της Δύσης και δημιουργεί ένα νέο δεδομένο παγκόσμιας εμβέλειας και, ίσως, μια νέα αβεβαιότητα, είναι ότι η περίφημη απομόνωση της Ρωσίας τη φέρνει πιο κοντά στη Κίνα. Όπως αναλύει ο Κώστας Ράπτης, «Η Κίνα γνωρίζει ότι αν η Ρωσία “πέσει” και μείνει μόνη της, έχει έρθει η σειρά της. Εδώ και χρόνια, λοιπόν, η λογική των πραγμάτων ρίχνει την Κίνα στην αγκαλιά της Ρωσίας και αντιστρόφως, πράγμα που ιστορικά είναι πολύ πρωτότυπο. Αυτοί οι δύο έχουν αντικειμενικούς λόγους να αντιμετωπίζουν με καχυποψία η μία την άλλη. Ο κυριότερος λέγεται Σιβηρία: μια αχανής, αραιοκατοικημένη, πλούσια σε υπέδαφος και φυσικούς πόρους περιοχή, υπό τον έλεγχο της Ρωσίας, δίπλα σε έναν διαρκώς αναπτυσσόμενο δημογραφικό γίγαντα που λέγεται Κίνα. Αυτή τη στιγμή, όμως, οι δύο χώρες έρχονται πιο κοντά κι αυτό προκύπτει από μια αντίληψη συμπληρωματικότητας των οικονομιών τους, αλλά και για λόγους ασφαλείας – να μη μείνει κανείς μόνος του απέναντι στη Δύση. Η Ρωσία έχει συγκροτήσει την Ευρασιατική Ένωση, η Κίνα έχει το αγαπημένο της πρότζεκτ, τον νέο Δρόμο του Μεταξιού, τα οποία έτσι κι αλλιώς αναγνωρίζονται ως αλληλοδιαπλεκόμενα και αλληλοσυμπληρούμενα και τώρα πλέον, στο φόντο των κυρώσεων, πάνε να πάρουν και μια ενδιαφέρουσα χρηματοπιστωτική μορφή. Συζητιέται η δημιουργία ενός παράλληλου νομίσματος που θα τους επιτρέπει -στηριγμένους σε ένα καλάθι νομισμάτων και πρώτων υλών- να συναλλάσσονται έξω από το δολάριο και τους νόμους του.
»Νομίζω ότι το συγκλονιστικότερο πράγμα που έχουμε δει το τελευταίο δίμηνο δεν ήταν στα πεδία των μαχών. Ήταν η απόφαση της Δύσης να δεσμεύσει διαθέσιμα της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας που βρίσκονται σε δυτική δικαιοδοσία. Αυτό τινάζει στον αέρα όλους τους κανόνες του παιχνιδιού όπως τους ξέραμε στη διεθνή οικονομία και επιταχύνει την ανάγκη να βρεθούν εναλλακτικές. Με αυτήν την έννοια, οι Αμερικανοί επιταχύνουν τις εξελίξεις που θέλουν να αποτρέψουν».
Για τον Μάνο Καραγιάννη, οι εξελίξεις οδηγούν τις ΗΠΑ σε ένα νέο μοντέλο διπλής ανάσχεσης. «Το dual containment το είχαν εφαρμόσει οι Αμερικανοί για πρώτη φορά εναντίον του Ιράν και του Ιράκ. Δεν μπορούσαν να πάρουν το μέρος κανενός εκ των δύο και αναγνώρισαν και τους δύο ως αντιπάλους. Το ίδιο θα γίνει και τώρα με τη Ρωσία και την Κίνα. Δεν θα διαλέξουν τη μία απειλή σε σχέση με την άλλη. Είναι μια συζήτηση που γινόταν στην Αμερική τα τελευταία χρόνια στην οποία έχω συμμετάσχει κι εγώ. Έχω αρθρογραφήσει και στα ελληνικά και στα αγγλικά υπέρ της άποψης ότι η Ρωσία δεν ήταν μεγάλη απειλή και ότι οι ΗΠΑ είχαν την ευκαιρία να τη φέρουν πιο κοντά τους, σπάζοντας το Ρωσοκινεζικό μέτωπο. Αυτή η άποψη -την οποία υποστήριζα κι εγώ- έχει πλέον πεθάνει. Δεν μπορείς πλέον να επιχειρηματολογήσεις ότι μπορείς να φέρεις τη Ρωσία πιο κοντά σου. Είναι αντίπαλος, τέλος».
Πριν την καταστροφή
Μια από τις πιο αγωνιώδεις ερωτήσεις για την επόμενη μέρα είναι το αν αυτός ο φονικός πόλεμος θα αποτελέσει αφορμή για νέους πολέμους και τι μπορούμε να κάνουμε για να τους αποτρέψουμε. Η απάντηση μπορεί ίσως να εντοπιστεί στα αίτια της Ρωσικής εισβολής. Ήταν μια κίνηση που θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί, προκειμένου να αποφευχθεί το αιματοκύλισμα της Ουκρανίας;
“Οι κινήσεις της Δύσης έδωσαν άλλοθι και κάποιες αφορμές στη Ρωσία για να κινηθεί μ’ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο που κινείται στην Ουκρανία ήδη από τις 24 Φεβρουαρίου και μετά”
Κωνσταντίνος Φίλης
«Αυτό που θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί είναι το γεγονός ότι η Ρωσία κάποια στιγμή θα αντιδρούσε σε ό,τι συνέβη όλα τα προηγούμενα χρόνια στην ευρύτερη περιοχή -στην προέκταση ουσιαστικά του μετασοβιετικού χώρου», παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Φίλης. «Ξέραμε ότι η Ρωσία προετοίμαζε το έδαφος για κάποιου είδους δυναμική παρέμβαση στα ανατολικά της Ουκρανίας από το 2014 και μετά, όχι απαραιτήτως στρατιωτικού χαρακτήρα, αλλά αυτού του είδους την εισβολή που είναι σχεδόν full scale -πλήρους κλίμακας- πολύ δύσκολα μπορούσε να την προβλέψει κανείς. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι και η Δύση, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, επιχείρησε να τιμωρήσει τη Ρωσία ή -καλύτερα- να την ταπεινώσει. Έκανε κινήσεις οι οποίες εκλήφθηκαν από τη Ρωσία ως επιθετικές, όπως ήταν οι επαναστάσεις σε Γεωργία και Ουκρανία, όπου άλλαξαν τα καθεστώτα κι εγκατέστησαν ακραία φιλονατοϊκά και φιλοαμερικανικά καθεστώτα. Όλα αυτά, βέβαια, ούτε κατά το ελάχιστο δεν δικαιολογούν αυτό το οποίο συμβαίνει από πλευράς Ρωσίας, θέλω να είμαι ξεκάθαρος σ’ αυτό. Έδωσαν, όμως, άλλοθι και κάποιες αφορμές στη Ρωσία για να κινηθεί μ’ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο που κινείται στην Ουκρανία ήδη από τις 24 Φεβρουαρίου και μετά».
Κίεβο, Μάρτιος 2022 (Πηγή: Pexels, Алесь Усцінаў). Κίεβο, Μάρτιος 2022 (Πηγή: Pexels, Алесь Усцінаў).
Ο Μάνος Καραγιάννης εκτιμά ότι ακόμα κι αν η Δύση είχε την πρόθεση να αποτρέψει αυτόν τον πόλεμο, κανείς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι θα τα κατάφερνε. «Η Ρωσία δεν είναι μια μικρή χώρα στην οποία μπορείς να κάνεις παρεμβάσεις ή διαμεσολαβήσεις. Επιπλέον, όλο το τελευταίο διάστημα, οι Ρώσοι μας διαβεβαίωναν ότι δεν πρόκειται να κάνουν πόλεμο. Προσωπικά, δεν είμαι φανατικά υπέρ της άποψης ότι η Δύση πρέπει να αυτομαστιγώνεται, παρότι έχει κάνει κάποια λάθη – η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς έγινε με έναν τρόπο που σίγουρα προκάλεσε τα αντιδυτικά αντανακλαστικά της Ρωσίας. Για την εισβολή φταίει η Ρωσία, δεν φταίει η Δύση».
Για τον Κώστα Ράπτη, η τελευταία ευκαιρία που είχε ο πλανήτης να αποτρέψει την πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία ήταν το διάστημα από τον περασμένο Δεκέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο. «Οι Ρώσοι ιθύνοντες, στις 15 Δεκεμβρίου επέδωσαν στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ και δύο μέρες μετά το δημοσιοποίησαν κιόλας, ένα είδος τελεσιγράφου. Ήταν οι λεγόμενες “κόκκινες γραμμές” τους, αποτυπωμένες σε νομική γλώσσα. Θα μπορούσαμε να τα περιγράψουμε ως δύο σχέδια διεθνών συνθηκών -με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ αντιστοίχως- στα οποία αποτυπώθηκαν όλες οι εγγυήσεις που ήθελε να λάβει η Ρωσία. Στην ουσία, αυτό που ζητούσαν οι Ρώσοι ήταν μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη, η οποία θα συνιστούσε μια επιστροφή στο πνεύμα της τελικής πράξης του Ελσίνκι το 1975 και στη λογική της συλλογικής αδιαίρετης ασφάλειας. Ότι, δηλαδή η δική μου ασφάλεια δεν πρέπει να εξασφαλίζεται κατά τρόπο που βλάπτει τη δική σου. Η δημοσιοποίηση εκείνων των οιονεί τελεσιγράφων είχε πυροδοτήσει μια έντονη διπλωματική κινητοποίηση: επικοινωνίες Πούτιν – Μπάιντεν, επισκέψεις Ευρωπαίων ηγετών στη Μόσχα κλπ. Βέβαια, ήδη τη στιγμή της δημοσιοποίησης, οι Ρώσοι είχαν προειδοποιήσει ότι αν δεν λάβουν της εγγυήσεις ασφαλείας που ζητούσαν, θα προχωρούσαν σε τεχνικά-στρατιωτικά μέτρα. Οι αναλυτές σπάγαμε το κεφάλι μας τότε για να σκεφτούμε ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά τα μέτρα, θεωρώντας ότι η κήρυξη πολέμου στην Ουκρανία θα είχε πολύ μεγάλο κόστος για τη Ρωσία. Στην πραγματικότητα, είναι αυτό που προσπαθούσε να πετύχει η Αμερική πολλά χρόνια τώρα: να σύρει τη Ρωσία σε μια εμπλοκή στην Ουκρανία, ώστε να την απομονώσει πολιτικοοικονομικά. Νομίζαμε, λοιπόν, ότι η εισβολή ήταν το τελευταίο ενδεχόμενο, η παγίδα στην οποία η Ρωσία δεν ήθελε να πέσει. Και προφανώς κάναμε όλοι λάθος, συμπεριλαμβανομένου του Λαβρόφ, νομίζω. Ο κύκλος των αξιωματούχων που πήρε την απόφαση για τον πόλεμο ήταν εξαιρετικά στενός: Πούτιν, στρατός, μυστικές υπηρεσίες. Το υπουργείο εξωτερικών της Ρωσίας δεν συμμετείχε».
«Η ουσία είναι ότι το διπλωματικό πήγαινε-έλα εκείνων των μηνών δεν απέδωσε. Η Ρωσία δεν πήρε τις εγγυήσεις που ζητούσε. Κι εδώ διαφαίνεται η ανευθυνότητα των δυτικών ηγετών. Μια διαβεβαίωση από πλευράς τους ότι η Ουκρανία δεν θα μπει στο ΝΑΤΟ -στο οποίο δεν είχε και ρεαλιστική ορατή προοπτική εισόδου- θα είχε εκτονώσει την κατάσταση. Νομίζω ότι και η Μόσχα επένδυσε στην ελπίδα πώς θα πετύχαινε ένα εσωτερικό ρήγμα στο ΝΑΤΟ. Ότι θα υποχρέωνε τους Γάλλους και τους Γερμανούς -οι οποίοι φοβόντουσαν το ενδεχόμενο ανάφλεξης γιατί γνώριζαν ότι θα την πληρώσουν πολύ περισσότερο απ’ ότι οι Αμερικανοί- να οδηγηθούν ας πούμε σε μία δημόσια τοποθέτηση ότι η Ουκρανία δεν θα μπει στο ΝΑΤΟ. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη και δρομολογήθηκε η στρατιωτική κίνηση».
Ο πόλεμος όχι μόνο δεν απετράπη, αλλά σήμερα, μετά από δύο μήνες σφυροκοπήματος της Ουκρανίας, οι σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία έχουν ενταθεί δραματικά. Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει:
Ο πόλεμος θα φέρει πόλεμο;
Τις πρώτες μέρες της εισβολής, οι αναλυτές προσπαθούσαν να μαντέψουν το στρατηγικό σχέδιο της Ρωσίας. Επεδίωκε την καθολική προσάρτηση της Ουκρανίας; Την κατάληψη, ίσως, των Νοτιοανατολικών επαρχιών, που θα της εξασφάλιζαν την αποκλειστική έξοδο στην Αζοφική και κυριαρχία στη Μαύρη θάλασσα; Θα προχωρούσε σε μια αντίστοιχη δυναμική παρέμβαση στη φιλορωσική και ρωσόφωνη Υπερδνειστερία; Σύντομα στην κουβέντα προστέθηκαν οι πυρηνικές απειλές και οι προειδοποιήσεις της Ρωσίας προς χώρες όπως η Φινλανδία και η Σουηδία. Υπήρχε γενικά η αίσθηση ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να κλιμακωθεί ανεξέλεγκτα.
«Στην πράξη, όμως, αποδείχτηκε ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να εισβάλεις σε μια μεγάλη χώρα», σχολιάζει ο Μάνος Καραγιάννης. «Οι στρατιωτικές απώλειες των Ρώσων στην Ουκρανία είναι μεγάλες, οπότε θεωρώ ότι η επανάληψη μιας τέτοιας κίνησης από την πλευρά της Ρωσίας σύντομα, είναι απίθανη. Στην αρχή της εισβολής συζητήθηκαν σενάρια για γενίκευση του πολέμου, αλλά ήταν απλώς μια ρητορική που αναπτύχθηκε εκείνο το διάστημα. Αν οι Ρώσοι έκαναν περίπατο στην Ουκρανία μπορεί κάποια από τα σενάρια να επιβεβαιώνονταν -όπως πχ η επέμβαση στη Μολδαβία, που δεν είναι νατοϊκή χώρα- αλλά σήμερα ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες».
Στην Ελλάδα, πάντως, συζητήσαμε πολύ και την πιθανότητα ενός πολέμου που δεν θα ξεκινήσει από τη Ρωσία, αλλά από κάποια άλλη στρατιωτική δύναμη η οποία ίσως επιδιώξει να εκμεταλλευτεί το αναθεωρητικό κλίμα που πυροδότησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η Τουρκία, για παράδειγμα, είναι δίπλα μας, έχει παίξει ενεργό ρόλο στη διπλωματική σκηνή των τελευταίων μηνών και θα τη βολεύει πάρα πολύ το ξεχαρβάλωμα των διεθνών κανόνων. Ο Κωνσταντίνος Φίλης εμφανίζεται καθησυχαστικός απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο: «Αυτήν τη στιγμή διαμορφώνεται ένα σκηνικό αναθεωρητισμού, με την έννοια ότι εμφανίζεται μια τάση περιφρόνησης του διεθνούς δικαίου και γενικότερα οποιασδήποτε αίσθησης δικαιοκρατικής τάξης υπήρχε στο διεθνές σύστημα. Και βέβαια, μια τάση περιφρόνηση κάποιων νόρμων και κάποιων κανόνων, οι οποίοι όμως δεν είχαν τηρηθεί και από τους δυτικούς. Αυτό άλλωστε είναι κι ένα βασικό επιχείρημα των Ρώσων και όσων καταγγέλλουν την υποκρισία της Δύσης. Δεν νομίζω, πάντως, ότι η Τουρκία θα επιδιώξει να εκμεταλλευτεί στρατιωτικά τη συγκυρία. Στην πραγματικότητα, η ενέργεια αυτή των Ρώσων λειτουργεί αποτρεπτικά για όλους τους υπόλοιπους, αφού πλέον τα φώτα της κοινής γνώμης -και σίγουρα της διεθνούς κοινότητας- είναι στραμμένα στους αναθεωρητές. Θα είναι, λοιπόν, δύσκολο για την Τουρκία να προβεί σε επιθετικές κινήσεις».
Η σκληρή αλήθεια είναι ότι όσο ο πόλεμος συνεχίζεται κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μια κλιμάκωση, κάποιο νέο μέτωπο ή ακόμα κι έναν νέο πόλεμο. Μια ακόμα πιο σκληρή αλήθεια είναι ότι ακόμα κι αν πρυτανεύσει η στοιχειώδης λογική και αποφύγουμε άλλα θερμά επεισόδια, η Ευρώπη δεν θα βγει εύκολα από τα χαρακώματα των παράλληλων πολέμων που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη στο έδαφός της. Η οικονομία, η ενέργεια, το τεράστιο ανθρωπιστικό ζήτημα των προσφύγων της Ουκρανίας είναι μέτωπα που έχουν ήδη ανοίξει και δεν μπορούμε πια να φυγομαχήσουμε. Και σίγουρα δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ή να συνεχίσουμε να περνάμε στα ψιλά τον περιβαλλοντικό πόλεμο που έχει πυροδοτήσει ο στρατιωτικός πόλεμος.
Η οικολογική καταστροφή στην εμπόλεμη Ουκρανία είναι ασύλληπτη. Η ατμόσφαιρα, ο υδροφόρος ορίζοντας και το υπέδαφος τεράστιων εκτάσεων έχουν μολυνθεί από τα βαρέα μέταλλα, τα τοξικά αέρια και τα σωματίδια που απελευθερώνουν στον αέρα οι εκρήξεις, οι πυρκαγιές και τα κτίρια που κατεδαφίζονται. Τα μολυσμένα ύδατα και ο μολυσμένος αέρας έχουν ήδη ταξιδέψει και σε άλλες περιοχές. H ανοικοδόμηση της χώρας μετά τον πόλεμο θα αποτελέσει γεγονός κολοσσιαίων διαστάσεων, με ανυπολόγιστο οικολογικό κόστος. Τα ευρωπαϊκά κράτη που θα επανενεργοποιήσουν λιγνιτικές μονάδες παροχής ενέργειας μετά τον αποκλεισμό από το φυσικό αέριο της Ρωσίας -ανάμεσά τους και η Ελλάδα- θα συμβάλουν στο πισωγύρισμα πολλών ετών που θα προκληθεί στο μέτωπο της κλιματικής αλλαγής. Στην εποχή μας δεν δικαιούμαστε να ξεχνάμε ότι όταν παλεύουν τα βουβάλια στον βάλτο, αποσαθρώνεται και ο βάλτος.