Η σημασία της νέας ευρωπαϊκής νομοθεσίας και τα πολυδιάστατα θετικά αποτελέσματα που μπορεί να πετύχει.

Μόλις πριν δύο μήνες, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε το «δικαίωμα στην επισκευή» (right to repair). Μια ευρωπαϊκή (πλέον) νομοθεσία που δίνει περισσότερη δύναμη στους καταναλωτές να καταφεύγουν στην επισκευή της συσκευής τους και όχι στην αγορά μιας καινούριας. Μπορεί αυτός ο νόμος, αλλά και άλλες αντίστοιχες νομοθεσίες που συναντάμε σε πολιτείες των ΗΠΑ, να αλλάξουν συνολικά τον κλάδο της τεχνολογίας;

H ελπίδα είναι ότι θα συντελέσουν στη μείωση του αποτυπώματος της τεχνολογίας στο περιβάλλον, αφού οι συσκευές μας θα παραμένουν «ζωντανές» για περισσότερο χρόνο. Είναι πιθανό όμως να συντελέσουν και στη βελτίωση της ποιότητας των ηλεκτρονικών συσκευών;  Πώς μπορούν να επηρεάσουν τη στρατηγική των κατασκευαστών, την κουλτούρα εμάς των καταναλωτών και της αγοράς συνολικά;

Από το μοντέλο της κατανάλωσης στο μοντέλο της επισκευής

Είναι κοινά παραδεκτό ότι ζούμε σε μια περίοδο που το μοντέλο ανάπτυξης βασίζεται περισσότερο στην κουλτούρα της κατανάλωσης και λιγότερο σε εκείνη της επισκευής. Κουλτούρα που έχει πολυδιάστατες επιπτώσεις, όχι μόνο στην τσέπη των καταναλωτών, αλλά και στο περιβάλλον. Χαρακτηριστικές είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του Rene Repasi, συνεισηγητή της νομοθεσίας για το δικαίωμα στην επισκευή, αμέσως μετά την έγκριση από το ΕΚ. «Κάθε χρόνο, η πρόωρη αντικατάσταση αγαθών αντιπροσωπεύει απώλεια έως και 12 δισεκατομμύρια ευρώ στην τσέπη των καταναλωτών και δημιουργία 35 εκατομμυρίων τόνων απορριμμάτων, ακριβώς επειδή τείνουμε να αντικαθιστούμε τις ηλεκτρονικές συσκευές μας αντί να τις επισκευάζουμε. Δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να ζούμε σε μια κοινωνία που απλώς πετάει προϊόντα. Δεν είναι βιώσιμο», σημείωσε ο κ. Repasi.

Οι δηλώσεις του έχουν επιβεβαιωθεί και από σχετική μελέτη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, σύμφωνα με την οποία πολλά από τα ηλεκτρονικά προϊόντα στα σπίτια μας – από τηλεοράσεις μέχρι ηλεκτρικές σκούπες – χρησιμοποιούνται κατά μέσο όρο 2,3 χρόνια λιγότερο από τη σχεδιασμένη ή επιθυμητή διάρκεια ζωής τους. Η συγκεκριμένη μελέτη υπογραμμίζει το πρόβλημα της αυξημένης απαξίωσης των προϊόντων, που είτε μοιάζουν ξεπερασμένα στα μάτια των καταναλωτών (οι οποίοι ενθαρρύνονται να αγοράζουν νεότερα μοντέλα) είτε γιατί το hardware δεν υποστηρίζει ένα μελλοντικό software update. Επιπρόσθετα, υπάρχουν περιπτώσεις κατασκευαστών που σταματούν την υποστήριξη ενημερώσεων ασφαλείας σε παλαιότερες συσκευές.

Ο αντίκτυπος αυτής της πρακτικής στο περιβάλλον είναι ιδιαίτερα έντονος. Σύμφωνα με τη Statista, το 2022 ο όγκος των ηλεκτρονικών αποβλήτων έφθασε τους 62 εκατομμύρια μετρικούς τόνους, με την πρόβλεψη για το 2030 να είναι ακόμα πιο τρομακτική, αφού η εκτίμηση φθάνει τους 82 εκατομμύρια μετρικούς τόνους. Το πρόβλημα για το περιβάλλον εντείνεται από την εξόρυξη μετάλλων σπάνιων γαιών που απαιτούνται για την κατασκευή νέων συσκευών.

To δικαίωμα στην επισκευή αφορά μια πλειάδα ηλεκτρονικών συσκευών, όχι μόνο τα smartphones.

 Δεν είναι λίγοι εκείνοι που τη ρίζα της κουλτούρας της απαξίωσης των προϊόντων την τοποθετούν σε έναν επίσης ευρωπαϊκό νόμο της δεκαετίας των 90s. Ήταν τότε που εισήχθη η ελάχιστη περίοδος εγγύησης δύο ετών, στη διάρκεια των οποίων ο καταναλωτής είχε το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ της απόκτησης ενός νέου προϊόντος ή της επισκευής αυτού που είχε στην κατοχή του, σε περίπτωση που αυτό παρουσίαζε κάποια βλάβη. Σε συνδυασμό με την σημαντική πρόοδο της τεχνολογίας, ήταν μάλλον αναμενόμενο ότι οι περισσότεροι καταναλωτές θα επέλεγαν τη λύση της απόκτησης μιας καινούριας συσκευής.

O παράγοντας service

Η ροπή προς την αντικατάσταση μιας συσκευής υποκινείται και από την αγορά της επισκευής. Όσο μεγαλώνει το κόστος της επισκευής μιας πιθανής βλάβης τόσο περισσότερο αποθαρρύνεται ο καταναλωτής να επιλέξει τη συγκεκριμένη λύση. Ενδεικτικά και σύμφωνα με τους online τιμοκαταλόγους που έχουν αναρτημένους οι κατασκευαστές το κόστος αντικατάστασης οθόνης (μαζί με τη μπαταρία είναι η πιο τακτική ανάγκη) σε ένα flagship smartphone 2ετίας μπορεί να φθάσει κοντά στο 1/3 της τιμής πώλησης του ίδιου προϊόντος από τα επίσημα κανάλια. Το πρόβλημα του κόστους επισκευής δεν είναι μόνο ελληνικό και δεν αφορά μόνο τα κινητά μας τηλέφωνα.

Από την άλλη πλευρά, η λύση ενός μη εξουσιοδοτημένου service με ανταλλακτικά που δεν προέρχονται απαραίτητα από τον ίδιο τον κατασκευαστή αν και μπορεί να είναι αρκετά φθηνότερη ενέχει ένα μικρό ρίσκο, καθώς έχουν παρατηρηθεί σε κάποιες περιπτώσεις δυσλειτουργίες μετά την «επισκευή» τους. Σε συνδυασμό με την έλλειψη ανταλλακτικών που παρατηρείται στη συγκεκριμένη αγορά, αλλά και το γεγονός ότι η όποια μη εξουσιοδοτημένη επέμβαση σε μια συσκευή εντός εγγύησης σημαίνει και απώλεια της εγγύησης αποθαρρύνουν τη μεγάλη πλειονότητα των χρηστών να καταφεύγουν στη συγκεκριμένη λύση.

Η παρέμβαση των ρυθμιστικών αρχών

Όλα τα παραπάνω ζητήματα, η κυριαρχία της καταναλωτικής κουλτούρας έναντι εκείνης της επισκευής, οδήγησαν στην παρέμβαση των ρυθμιστικών αρχών. Όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στις ΗΠΑ.

Με το «δικαίωμα στην επισκευή» η Ευρωπαϊκή Ένωση χτίζει πάνω στη νομοθετική παράδοση που η ίδια έχει δημιουργήσει, προς όφελος των χρηστών. Ενδεικτικό παράδειγμα παρόμοιας ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι ο «κοινός φορτιστής», ο αντίκτυπος του οποίου είναι η αποδοχή από την πλευρά της Apple του προτύπου USB-C, αντί για το δικό της πρότυπο lightning. Σε πρακτικό επίπεδο για τον καταναλωτή, ένα επώνυμο καλώδιο USB-C κοστίζει αρκετά φθηνότερα από ένα αντίστοιχο καλώδιο lightning της Apple. To “δικαίωμα στην επισκευή” αποτελεί συνέχεια αυτής της κουλτούρας των ευρωπαϊκών οργάνων.

Οι υποστηρικτές του δικαιώματος στην επισκευή εκτιμούν ότι η νέα νομοθεσία θα οδηγήσει και σε ανάπτυξη του κλάδου των επισκευών.

Εκτός όμως από την Ευρώπη, βλέπουμε αντίστοιχες πρωτοβουλίες και σε εθνικό επίπεδο. Από το 2021 η Γαλλία υποχρεώνει τους κατασκευαστές να αναφέρουν τη βαθμολογία “επισκευασιμότητας” (ίσως αδόκιμος, αλλά μάλλον κατανοητός ο όρος) σε μια ευρεία γκάμα συσκευών τους, από τα smartphones και τα laptops, μέχρι τις τηλεοράσεις και τα πλυντήρια ρούχων. Η βαθμολογία αφορά πέντε διαφορετικές κατηγορίες επισκευής, όπως αυτές υπαγορεύονται από το γαλλικό Yπουργείο Περιβάλλοντος. Στόχος αυτής της πρωτοβουλίας είναι να ενθαρρυνθεί ο Γάλλος καταναλωτής να επιλέξει τα προϊόντα με το μεγαλύτερο δείκτη επισκευασιμότητας, άρα και στο μέλλον αν χρειαστεί να επιλέξει την επισκευή και όχι την αντικατάσταση.

Ανάλογες πρωτοβουλίες συναντάμε και στις ΗΠΑ, όπου η Καλιφόρνια πρώτη και εν συνεχεία η Νέα Υόρκη, το Κολοράντο και η Μινεσότα υιοθέτησαν το δικό τους δικαίωμα στην επισκευή. Οι συγκεκριμένοι νόμοι υποχρεώνουν τους κατασκευαστές να διαθέτουν τα κατάλληλα εργαλεία, ανταλλακτικά και λογισμικό στους καταναλωτές για επτά χρόνια μετά την παραγωγή, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επισκευή συσκευών. Ήδη εταιρείες, όπως η Apple, αλλά και η Samsung έχουν αναπτύξει προγράμματα Self Repair (όχι μόνο στις παραπάνω πολιτείες), μέσω των οποίων πωλούν kit επισκευής και οδηγίες για τις συσκευές τους. Τα παραπάνω προγράμματα Self Repair της Apple και της Samsung είναι ήδη διαθέσιμα και στην Ελλάδα, όμως οι πληροφορίες μας κάνουν λόγο ότι το ενδιαφέρον των καταναλωτών για αυτή τη λύση είναι πολύ περιορισμένο.

Ο νέος ευρωπαϊκός νόμος, το «δικαίωμα στην επισκευή» επιχειρεί να ακουμπήσει το ζήτημα συνολικά, υποχρεώνοντας τους κατασκευαστές μεταξύ άλλων:

  • να παρέχουν έγκαιρη και προσιτή υπηρεσία επισκευής, ενημερώνοντας παράλληλα τους καταναλωτές για τα δικαιώματά τους.
  • να επεκτείνουν κατά ένα έτος την εγγύηση για τα προϊόντα που επισκευάζονται εντός της εγγύησης των δύο ετών
  • να επισκευάζουν τα προϊόντα, ακόμα και μετά τη λήξη της εγγύησης, ενώ οι καταναλωτές μπορούν να δανείζονται μια συσκευή ενώ η δική τους επισκευάζεται
  • να παρέχουν πρόσβαση σε ανταλλακτικά, εργαλεία και πληροφόρηση στους καταναλωτές, όπως επίσης να μην εμποδίζουν τη χρήση μεταχειρισμένων ή 3D printed ανταλλακτικών από ανεξάρτητους επισκευαστές

Τα μέτρα περιλαμβάνουν και ενέργειες ενθάρρυνσης της επισκευής από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, έτσι ώστε να προσφέρουν επιπλέον κίνητρα στους καταναλωτές να επιλέξουν αυτή τη λύση, έναντι της αντικατάστασης.

Μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια αλλαγή στα προϊόντα;

Για αρκετούς, ακόμα και για τους εισηγητές του δικαιώματος στην επισκευή, οι παραπάνω ρυθμιστικές αλλαγές, εκτιμάται ότι μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές αλλαγές, όχι μόνο στον τρόπο κατασκευής, αλλά και πώλησης ή χρήσης των τεχνολογικών προϊόντων.

Ενδεικτικά, μοιάζει αναπόφευκτο (ή τουλάχιστον πολύ πιθανό) να επιστρέψουμε σε συσκευές με εναλλάξιμες μπαταρίες, όπως είχαμε για πολλά χρόνια στα κινητά τηλέφωνα και στα πρώτα smartphones, αλλά και στους φορητούς υπολογιστές. Αν λοιπόν έχουμε στο μέλλον την ευχέρεια να αφαιρέσουμε μια  μπαταρία και να την αντικαταστήσουμε γιατί όχι και κάποιο άλλο δυσλειτουργικό, ελαττωματικό στοιχείο της συσκευής;

Για τους υποστηρικτές του δικαιώματος στην επισκευή η νέα νομοθεσία αναμένεται να οδηγήσει στην αναζωογόνηση της αγοράς των επισκευών. Εάν η ευρωπαϊκή ρύθμιση οδηγήσει σε μεγαλύτερη πρόσβαση σε ανταλλακτικά, όχι μόνο από τους ίδιους τους κατασκευαστές, τότε το κόστος επισκευής (αλλά και ο χρόνος) αναμένεται να μειωθεί σημαντικά. Αρωγός σε αυτό εκτιμάται ότι θα παίξει και η τρισδιάστατη εκτύπωση ανταλλακτικών, χρησιμοποιώντας κεντρικές βάσεις δεδομένων από τους κατασκευαστές.

Άλλοι εκτιμούν ότι η νομοθεσία δεν αποκλείεται να οδηγήσει στην επιδότηση της επισκευής από τους ίδιους τους κατασκευαστές, ως περιβαλλοντικό κίνητρο, για να πετύχουν και τους δικούς τους στόχους βιωσιμότητας.

Για την ώρα τα παραπάνω είναι εκτιμήσεις. Αν τελικά γίνουν και πραγματικότητα θα πρόκειται για μια συναρπαστική εξέλιξη.