Οι κίνδυνοι για τη Δημοκρατία στο ψηφιακό περιβάλλον.
Όταν αποφασίσαμε να σχεδιάσουμε αυτή τη σειρά άρθρων σχετικά με τους κινδύνους hacking που αντιμετωπίζει η σύγχρονη Δημοκρατία, αντιμετωπίσαμε ένα βασικό πρόβλημα – από πού ξεκινάμε; Η εκλογική συμπεριφορά μέσω της οποίας αναδεικνύονται αντιδημοκρατικές φωνές πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία μας; Τα οργανωμένα δίκτυα προπαγάνδας και παραπληροφόρησης που εντέχνως πυροδοτούν διενέξεις και ενισχύουν τις διαχωριστικές γραμμές στις δυτικές κοινωνίες; Η αβλεψία των πολιτών που σπεύδουν να μοιραστούν, πολλές φορές με αφέλεια, προσωπικά τους δεδομένα με απροσδιόριστα ανταλλάγματα; Μήπως με την ελληνική επικαιρότητα των παρακολουθήσεων και του ερωτήματος του ποιος θα μας φυλάει από τους φύλακες; Ή με την πολλές φορές ασύδοτη δραστηριότητα πολυεθνικών επιχειρήσεων που αγνοούν επιδεικτικά νομικά πλαίσια και ρυθμιστικές αρχές;
Η Δημοκρατία χρειάζεται διαρκή υπεράσπιση, έλεγε πριν από λίγες ημέρες η πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε μία σύνοδο της ομάδας των επτά πλουσιότερων χωρών του κόσμου – δήλωση που συχνά πυκνά τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται στην επικαιρότητα σε κάθε ευκαιρία είτε ως υπενθύμιση είτε ως διαπίστωση.
Ο ρόλος των δικτύων παραπληροφόρησης στην επικράτηση Τραμπ το 2016 αποτέλεσε ένα μόνο επεισόδιο στη σειρά των κινδύνων που αντιμετωπίζει η Δημοκρατία. Μόλις τρία χρόνια πριν, ένας συνεργάτης της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών θα προκαλούσε ντόμινο αποκαλύψεων σχετικά με ένα ευρύ δίκτυο παρακολουθήσεων που είχε ενεργοποιήσει η Ουάσιγκτον σε βάρος εχθρών και φίλων.
Η παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ προκάλεσε ισχυρό κλονισμό στις σχέσεις ΗΠΑ – Γερμανίας και έδειξε -μάλλον όχι για πρώτη φορά- πως η Δύση έχει αρκετές ακαταστασίες εντός του οίκου της. Το «δικό μας» επεισόδιο με τις υποκλοπές μέσω του δικτύου της Vodafone την περίοδο 2004-2005 δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τη διεθνή επικαιρότητα, όπως το ίδιο συνέβη και για άλλα αντίστοιχα επεισόδια της δεκαετίας του ’90 ή της δεκαετίας του ’60. Για τους έκπληκτους, ναι, καταγγελίες για υποκλοπές υπήρχαν και πριν την επιβολή της δικτατορίας.
H περίπτωση της Clearview AI
Όμως επιλέξαμε, τελικά, να ξεκινήσουμε κάπως ανορθόδοξα και από ένα σημείο αφετηρίας που εκ πρώτης όψεως να μην αφορά τον πυρήνα του hacking της Δημοκρατίας. Στα μέσα Ιουλίου η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επέβαλε πρόστιμο 20 εκατ. ευρώ σε βάρος της Clearview AI για παράνομη συλλογή φωτογραφιών και άλλων προσωπικών δεδομένων από πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Είχε προηγηθεί προσφυγή ενώπιον της Αρχής από την Homo Digitalis, την Privacy International και την Hermes Center. Η Clearview AI διατείνεται πως διαθέτει μια βάση δεδομένων με 3 δισ. φωτογραφίες προσώπων, η οποία διατίθεται προς πώληση σε ιδιωτικές εταιρείες και κρατικές αρχές ανά τον κόσμο.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως η Clearview AI είναι άλλη μια περίπτωση επιχείρησης που βοηθάει στο «χτίσιμο» μίας δυστοπίας. Αλλά τι λέει για αυτά ένας από τους ανθρώπους που κινήθηκαν κατά της Clearview AI;
Η Homo Digitalis έχει ως επίκεντρο της δράσης της την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ανθρώπων που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο στην Ελλάδα έχοντας πραγματοποιήσει αρκετές δράσεις ευαισθητοποίησης για το ευρύ κοινό. Ήταν στην ομάδα που πέτυχε την επιβολή του προστίμου-ρεκόρ από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα στην ClearView AI.
Οι κίνδυνοι για τη δημοκρατία
Μοιραία, λοιπόν, η συζήτησή μας για τη Δημοκρατία και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει στο ψηφιακό περιβάλλον με τον Στέφανο Βιτωράτο, ιδρυτικό μέλος της Homo Digitalis, ξεκίνησε από αυτό το σημείο και από τη δική μας παρατήρηση πως ο ιδιωτικός χώρος διαρκώς περιστέλλεται. Ο συνομιλητής μας παρατηρεί μια αντίφαση. «Από τη μία πλευρά έχουμε ένα ισχυρό νομικό πλαίσιο όπως το GDPR και την 2016/680, τη λεγόμενη αστυνομική οδηγία σχετικά με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τις αστυνομικές αρχές, ενώ από την άλλη πλευρά ο πολίτης μειώνει τον ιδιωτικό του χώρο για να λάβει μια υπηρεσία προσφέροντας προσωπικά του δεδομένα. Υπάρχει λοιπόν μια σύγκρουση εδώ, ουσιαστικά η ιδιωτικότητα συχνά περιστέλλεται σε έναν βαθμό που το ίδιο το άτομο το επιλέγει. Εξαιρούνται τα δημόσια πρόσωπα όπου το τι είναι προσωπικά δεδομένα και τι όχι έχει πολλές φορές τεθεί υπό συζήτηση. Θυμίζω για παράδειγμα την επιχειρηματολογία γύρω από το αν έπρεπε οι πολίτες να γνωρίζουν στοιχεία του ιατρικού φακέλου του Τάσσου Παπαδόπουλου ή του Φρανσουά Μιτεράν. Όμως όσον αφορά στην προσωπική βούληση, θεωρούμε πως είναι αρκετά χαμηλό το επίπεδο της ευαισθητοποίησης. Ο GDPR σου δίνει δικαιώματα που μπορείς να χρησιμοποιήσεις όμως είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που οι άνθρωποι γνωρίζουν τι μπορούν να πράξουν έναντι κάποιου που επεξεργάζεται τα δεδομένα τους. Αυτό είναι μια ακούσια πάσα προς κάποιους όπως η Cambridge Analytica στο παρελθόν ή η ClearView».
Ο ίδιος βλέπει κάποια κοινά σημεία μεταξύ των δύο περιπτώσεων, καθώς και οι δύο εταιρείες «οχυρώθηκαν» πίσω από την άποψη πως αφού οι χρήστες δημοσιοποιούσαν πληροφορίες τους στα κοινωνικά δίκτυα, τα έθεταν στη διάθεση του οποιουδήποτε. «Αυτό δεν ισχύει, εξέθεσα τα προσωπικά μου δεδομένα για έναν συγκεκριμένο σκοπό, αυτό δεν σημαίνει πως μπορείς να πάρεις μια φωτογραφία μου και να την κάνεις μέρος μιας διαφημιστικής καμπάνιας ή να τη χρησιμοποιήσεις σε ένα πείραμα εκμάθησης ενός συστήματος τεχνητής νοημοσύνης. Βεβαίως τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί στην ClearView θα αργήσουν να εισπραχθούν και στο μεταξύ μπορεί η εταιρεία να έχει βγάλει πολλαπλάσια κέρδη. Υπάρχει ένα ζήτημα εδώ».
Ο Στ. Βιτωράτος σπεύδει να διευκρινίσει πως αυτά τα φαινόμενα δεν πρέπει να συγχέονται με τις παρακολουθήσεις, όπου «έχεις να κάνεις με ένα κράτος που πρέπει να απολαμβάνει της πλήρους εμπιστοσύνης των πολιτών. Ένας ευνομούμενος πολίτης δίνει το πλεονέκτημα της εμπιστοσύνης προς το κράτος. Αν αυτό διαρραγεί, τότε ο πολίτης αρχίζει να αναρωτιέται αν θα μπορούσε να αποτελεί ο ίδιος στόχο και τι είναι τελικά η εθνική ασφάλεια. Βεβαίως οι λόγοι της εθνικής ασφάλειας πάντοτε υπάρχουν αλλά δεν έχουν εξειδικευτεί, σε αντίθεση με συγκεκριμένα εγκλήματα που αναφέρονται και δικαιολογούν την άρση απορρήτου. Νομίζω πως ηθελημένα δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο από πλευράς ορισμού στο τι είναι ‘εθνική ασφάλεια».
Διερωτόμαστε αν η επιχειρηματολογία «πάντα γίνονται παρακολουθήσεις» υποστηρίζει αυτή τη ρήξη εμπιστοσύνης μεταξύ πολίτη και κράτους.
«Σίγουρα θα συνεχίσουν οι παρακολουθήσεις, αλλά σε ένα πλαίσιο και εδώ το θέμα είναι ποιος ελέγχει. Δεχόμαστε πως ένας θεσμός μια υπηρεσία μπορεί να μη λειτουργεί άριστα αλλά πρέπει να υπάρχει έλεγχος και αυτή τη στιγμή έχουμε μπει σε ένα τέλμα.
“H δύναμη και η αδυναμία της Δημοκρατίας βρίσκεται στο πλήθος. Aπό τη μία μπορείς να ενώσεις τη φωνή σου με άλλους πολίτες και να διεκδικήσεις κάτι και από την άλλη ακριβώς μπορεί να χάνεσαι στο ίδιο πλήθος και να δέχεσαι μοιρολατρικά μια κατάσταση”
Στέφανος Βιτωράτος
Όμως αν οι θεσμοί δεν μπορούν να ελέγξουν αποτελεσματικά τη δραστηριότητα εταιρειών όπως η ClearView και να παρέμβουν εγκαίρως, δεν ενισχύεται αυτή η μείωση της εμπιστοσύνης προς το κράτος και τελικά και προς τη Δημοκρατία; «Νομίζω πως, ναι, μειώνεται στους πολίτες που αξιολογούν την πραγματικότητα. Η πλειονότητα όμως έχει αποδεχθεί σχεδόν μοιρολατρικά πως κάποιος μπορεί να πάρει τα δεδομένα τους, πως υπάρχουν παρακολουθήσεις αλλά πιστεύουν πως κατά πάσα πιθανότητα αυτό δεν αφορά τους ίδιους. Νομίζω πως η δύναμη και η αδυναμία της Δημοκρατίας βρίσκεται στο πλήθος, δηλαδή ότι από τη μία μπορείς να ενώσεις τη φωνή σου με άλλους πολίτες και να διεκδικήσεις κάτι και από την άλλη ακριβώς μπορεί να χάνεσαι στο ίδιο πλήθος και να δέχεσαι μοιρολατρικά την κατάσταση και με αυτή την αποδοχή γίνεσαι μέρος της παρακμής. Συνεχίζεις να συμπεριφέρεσαι στα κοινωνικά δίκτυα χωρίς αλλαγή, αρχίζεις να αναπτύσσεις θεωρίες συνωμοσίας, διότι προσπαθείς να ερμηνεύσεις την πραγματικότητα με αφοριστικό τρόπο τύπου όλοι μας παρακολουθούν, όλοι τα παίρνουν, όλοι είναι ψεύτες κτλ».
Ο συνομιλητής μας παρατηρεί πως τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει συντελεστεί ένας εκδημοκρατισμός της τεχνολογίας και έχει αλλάξει ο τρόπος πρόσβασης στην πληροφορία. «Αυτό είναι θετικό για τη Δημοκρατία, αλλά θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως αυτό το χαρακτηριστικό το εκμεταλλεύονται και κακόβουλοι που παράγουν παραπληροφόρηση και προπαγάνδα. Βεβαίως τα fake news προϋπήρχαν και μπορεί να ήταν πιο δύσκολη η διάχυσή τους, όμως ήταν και πιο δύσκολη η αντιμετώπισή τους. Συνολικά νομίζω πως η ταχύτητα παραγωγής και διάχυσης έχει αυξηθεί σε βαθμό που πρέπει να είσαι καλά εκπαιδευμένος και πονηρεμένος για να εντοπίσεις την παραπληροφόρηση στον ψηφιακό χώρο. Συμβαίνει όμως και αυτό να αντιμετωπίζεται μοιρολατρικά. Μπορεί, δηλαδή, λόγω της γενικότερης αδιαφορίας κάποιοι να γίνονται ευκολότερα θύματα της παραπληροφόρησης επειδή δεν μπαίνουν στη διαδικασία του προβληματισμού».
«Υπάρχει και η τάση ενίσχυσης των echo chambers, όπου δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως επειδή επικρατεί η ίδια άποψη, η άποψη αυτή να είναι επικρατούσα ή ιδιαίτερα δημοφιλής. Αυτό το στοιχείο που εντείνεται στα κοινωνικά δίκτυα έχει πολλαπλασιαστική ισχύ. Είναι άλλο πράγμα να νομίζεις πως είσαι ο τρελός του χωριού και άλλο να βλέπεις πως την ίδια άποψη την ενστερνίζονται και άλλοι και αυτό είναι, με κάποιον τρόπο, ένα hacking κατά της Δημοκρατίας».
«Αν και οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης είναι ιδιωτικές εταιρείες, έχουν αναχθεί πλέον σε δημόσιες σφαίρες. Η Ε.Ε. το έχει συνειδητοποιήσει αυτό και έρχονται νομοθεσίες όπως οι πράξεις για τις ψηφιακές αγορές και υπηρεσίες που θα δεσμεύσουν τις εταιρείες. Προφανώς μέχρι σήμερα υπήρχαν όροι χρήσης αλλά όλοι κινούμασταν με τους όρους της ιδιωτικής εταιρείας που σου ορίζει ακόμα και το αρμόδιο δικαστήριο επίλυσης μιας διαφοράς. Όλες οι προσπάθειες των εταιρειών να δημιουργήσουν μια υπέρτερη ρυθμιστική αρχή δεν είχαν εχέγγυο ανεξαρτησίας, δεν μπορεί ελέγχων και ελεγχόμενος να είναι ο ίδιος. Υπάρχει λοιπόν εξέλιξη στο νομικό πεδίο, μένει να δούμε τι θα κάνουν οι εταιρείες που είναι σήμερα μηχανές παραγωγής χρημάτων και όχι μόνο για τις ίδιες. Γύρω από αυτές δημιουργούνται οικοσυστήματα, είτε εταιρείες που συνεργάζονται μαζί τους για τον έλεγχο του περιεχομένου είτε επιχειρήσεις που λειτουργούν αποκλειστικά μέσω των κοινωνικών δικτύων. Περιμένουμε, λοιπόν, με ενδιαφέρον τις κινήσεις τους».
Και η Δημοκρατία;
«Η Δημοκρατία κινδύνευε και κινδυνεύει από την αδιαφορία, ανέκαθεν κινδύνευε και θα κινδυνεύει από την κακόβουλη εκμετάλλευση του πλήθους, θεωρώ πως η Δημοκρατία χρήζει πάντοτε υπερασπίσεως. Δεν είναι αυτονόητο πως η Δημοκρατία λειτουργεί καλά επειδή υπάρχουν κάποιοι θεσμοί. Είναι μια καθημερινή διαδικασία που βέβαια περνά και από τη διαχείριση της τεχνολογικής εξέλιξης και της αξιοποίησης της τεχνολογίας για την παραγωγή δημόσιου καλού. Νομίζω όμως πως περισσότερο κινδυνεύει από την αδιαφορία. Στον φυσικό κόσμο αν έχεις κάποιο σχέδιο κατάληψης συνειδήσεων θα χρειαστείς κάποιον χρόνο, θέλεις μια διαδικασία για να φτιάξεις έναν μηχανισμό. Με τη χρήση της τεχνολογίας όμως υπάρχει το ενδεχόμενο να επιταχυνθεί η διαδικασία. Έχουμε δει και στην Ελλάδα να δημιουργούνται κινήσεις που εξελίχθηκαν ακόμα και σε πολιτικά κόμματα. Η τεχνολογία λειτουργεί ως επιταχυντής, προς την κάτω βόλτα όταν πρόκειται να εκμεταλλευτεί κάποιος πολλαπλασιαζόμενες αδιαφορίες. Ένα φοβερό hack είναι πως αυτοί με τις ριζοσπαστικές απόψεις είναι πάντοτε πιο διαθέσιμοι να τις εκφράσουν δυνατά να συγκρουστούν με τρίτους, ακόμα και για απόψεις που είναι εριστικές ενώ η μέση οδός, η μέση άποψη, η κοινή λογική ακούγονται καμία φορά ως παρωχημένες».