Η χαρτογράφηση του DNA βοήθησε τους γενετιστές να ταυτοποιήσουν τα γονίδια που συνδέονται με τις αθλητικές επιδόσεις. Είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι η γενετική προδιάθεση μπορεί να ευνοήσει σημαντικά έναν αθλητή. Πόσο καθοριστική, όμως, μπορεί να αποδειχθεί στην εξέλιξή του στο ελίτ επίπεδο;
Τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν μια εποχή που έμοιαζε πολύ με τη δική μας ως προς τις επιδιώξεις και τις προτεραιότητές της, αλλά και ως προς την ευρύτερη κοινωνική συνθήκη. Οι αχανείς αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες είχαν δημιουργήσει μια -άνιση και κατάφωρα άδικη αλλά λειτουργική- παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, εντός της οποίας οι φυσικές και χρονικές αποστάσεις είχαν μειωθεί θεαματικά χάρη στη συγκλονιστική τεχνολογική πρόοδο και τις απίθανες εφευρέσεις της περιόδου.
Οι άνθρωποι είχαν πλέον ατμόπλοια, ατμομηχανές και τα πρώτα αυτοκίνητα για να φτάνουν γρήγορα στους προορισμούς τους, μηχανήματα για να κάνουν τις βαριές δουλειές αντί γι’ αυτούς, τηλέγραφους για να επικοινωνούν και να ρυθμίζουν τις εκκρεμότητές τους άμεσα. Είχαν επίσης ανελκυστήρες και γραφομηχανές, ηλεκτρικό φωτισμό, υδραυλικές εγκαταστάσεις και αποχετεύσεις, αμέτρητα πρωτόγνωρα γκατζετάκια και ανέσεις που έκαναν τη ζωή τους πιο εύκολη και τους γλίτωναν χρόνο.
Ο κερδισμένος αυτός χρόνος οδήγησε σταδιακά στη γέννηση της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας. Οι άνθρωποι του 19ου αιώνα ήθελαν να γεμίσουν τις ώρες που τους περίσσευαν με ψυχαγωγικές δραστηριότητες και το πέτυχαν – το γλέντησαν με την ψυχούλα τους. Αποδείχθηκαν μάλιστα ιδιαιτέρως επινοητικοί και καταφερτζήδες στον τομέα της διασκέδασης και του γεμίσματος του ελεύθερου χρόνου. Εφηύραν τη φωτογραφική μηχανή, τον κινηματογράφο, το γραμμόφωνο, τα πρώτα εξωτικά κοκτέιλ, τη μαζική πορνογραφία, τα επεξεργασμένα ναρκωτικά και τα χημικά παραισθησιογόνα. Επιπλέον, σ’ αυτούς χρωστάμε την ιδέα του τουρισμού και των ταξιδιών αναψυχής αλλά και το κόνσεπτ του οργανωμένου αθλητισμού όπως τον εννοούμε και τον απολαμβάνουμε σήμερα.
“Στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες μετρούσε μόνο η νίκη. Στον σύγχρονο κόσμο θα είχαν σημασία και οι επιδόσεις.”
Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκαν τα ομαδικά αθλήματα, στήθηκαν τα πρώτα τουρνουά και καλλιεργήθηκε η ιδέα ότι τα σπορ δεν αφορούν μόνο τους αθλητές, αυτούς δηλαδή που συμμετέχουν ενεργά σε κάποιον αγώνα, αλλά μπορούν να λειτουργήσουν και ως θέαμα. Ως ψυχαγωγικό όχημα υψηλής ποιότητας για όσους παρακολουθούν τους αθλητές και τις προσπάθειές τους. Η αγάπη και το ενδιαφέρον των ανθρώπων της εποχής για τον αθλητισμό εκφράστηκαν ιδανικά με την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και δημιούργησαν την κουλτούρα των ρεκόρ και του πρωταθλητισμού. Στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες μετρούσε μόνο η νίκη. Στον σύγχρονο κόσμο θα είχαν σημασία και οι επιδόσεις. Η ανθρωπότητα κατασκεύαζε ταχύτερες και δυνατότερες μηχανές και απαιτούσε να βλέπει σε δράση ταχύτερους και δυνατότερους ανθρώπους.
Ο πυρετός των ρεκόρ, η γενικευμένη αισιοδοξία της εποχής και η προσήλωσή της στην ιδέα της προόδου σε όλους τους τομείς, γέννησε και τους πρώτους σοβαρούς προβληματισμούς σε σχέση με τη δυνατότητα των ανθρώπων για αθλητικές επιδόσεις. Θα μπορούσαμε άραγε να γίνουμε όλοι μας ταχύτεροι και δυνατότεροι; Η συστηματική άσκηση, η εξειδικευμένη προπόνηση και -γιατί όχι;- η σύγχρονη τεχνολογία θα μπορούσαν να μας μετατρέψουν όλους σε πρωταθλητές; Υπάρχουν όρια στις δυνατότητες του ανθρώπινου σώματος ή είμαστε μια φυσική ατμομηχανή που μπορεί να συνεχίζει την πορεία της προς τα εμπρός στο διηνεκές, αρκεί να την εφοδιάζουμε τακτικά με κάρβουνο;
Ο κανόνας των 10.000 ωρών
Ο πρώτος που επιχείρησε να απαντήσει με επιστημονική τεκμηρίωση στο ερώτημα αν οι πρωταθλητές γεννιούνται ή γίνονται ήταν ο Βρετανός πανεπιστήμονας σερ Φράνσις Γκάλτον. Συγγενής του Δαρβίνου (ήταν ξαδέρφια) και αναγεννησιακή προσωπικότητα της Βικτωριανής εποχής, ο Γκάλτον ασχολήθηκε με τη στατιστική, την κοινωνιολογία, την ψυχολογία, την ανθρωπολογία, τη γεωγραφία, τη μετεωρολογία και την πρώιμη γενετική. Διακρίθηκε σε όλους αυτούς τους τομείς, συνέγραψε και εξέδωσε περισσότερα από 340 επιστημονικά βιβλία και συνδύασε σχεδόν όλες του τις γνώσεις προκειμένου να διαμορφώσει ένα στοιχειώδες επιστημονικό πλαίσιο για τις πρώτες ανθρωπομετρικές μελέτες. Ο Γκάλτον είναι ο πρώτος που μπήκε στα επικίνδυνα χωράφια της ευγονικής (σ’ αυτόν ανήκει και η πατρότητα του όρου, τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1883), ενώ το έργο του Κληρονομική Ιδιοφυία (Hereditary Genius, 1869) είναι η πρώτη επιστημονική απόπειρα μελέτης της ανθρώπινης ευφυίας, των πνευματικών δεξιοτήτων και του συνόλου των χαρισμάτων που συνοπτικά και απλουστευτικά τα περιγράφουμε σήμερα με τη λέξη «ταλέντο».
Στον Γκάλτον έχει πιστωθεί και η φράση «nature versus nurture» («φύση εναντίον ανατροφής») καθώς και η πεποίθηση ότι στην άτυπη αυτή αναμέτρηση νικά πάντα η φύση. Οι μελέτες του, που βασίστηκαν στα πολύ αμφισβητούμενα σήμερα επιστημονικά εργαλεία της περιόδου (συλλογή δημοσκοπικών στοιχείων μέσω ερωτηματολογίων), τον οδήγησαν στη διαπίστωση ότι οι πνευματικές και σωματικές δυνατότητες ενός ανθρώπου είναι σε μεγάλο βαθμό προκαθορισμένες από γενετικούς παράγοντες. Η εξάσκηση και η προπόνηση σαφώς και βοηθούν στη βελτίωση των επιδόσεων, αλλά για καθέναν από μας υπάρχει ένα ταβάνι, το ύψος του οποίου έχει τεθεί από τα γονίδια και τα κληρονομικά μας χαρακτηριστικά.
Οι σύγχρονοι γενετιστές έχουν δικαιώσει τον Ντάλτον κι έχουν επιβεβαιώσει τη θεωρία του, αλλά για πολλές δεκαετίες οι μελέτες του παρέμειναν στο περιθώριο και οι ιδέες του αντιμετωπίζονταν σαν μια ακαδημαϊκή εκζήτηση. Οι αθλητές, οι προπονητές και οι φίλαθλοι του 20ου αιώνα γαλουχήθηκαν με το αξίωμα ότι το ταλέντο είναι απαραίτητο στον αθλητισμό, αλλά η σκληρή δουλειά είναι αυτή που θα σε κάνει πρωταθλητή και Ολυμπιονίκη. Απαύγασμα αυτής της πεποίθησης ήταν ο κανόνας των 10.000 ωρών, τον οποίο διατύπωσε το 1990 ο δρ Άντερς Έρικσον, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα. Σύμφωνα με τον Έρικσον, οι επιδόσεις δεν εξαρτώνται από γενετικούς ή έμφυτους παράγοντες, αλλά από τη «συστηματική εξάσκηση και την εξειδικευμένη προπόνηση στο διάστημα της ανάπτυξης του αθλητή».
“10.000 ώρες εξάσκησης σε βάθος 10 περίπου χρόνων στην κατάλληλη ηλικία μπορούν να μετατρέψουν οποιονδήποτε σε βιρτουόζο της δραστηριότητας στην οποία εξασκείται.”
Άντερς Έρικσον
Σύμφωνα με το μοντέλο του Έρικσον, η προπόνηση είναι αναγκαία αλλά και ικανή συνθήκη για την επίτευξη μέγιστων επιδόσεων και είναι αποτελεσματική επειδή «ενεργοποιεί αδρανή γονίδια που εμπεριέχονται στο DNA κάθε υγιούς ανθρώπου». Ο Έρικσεν, βέβαια, δεν απέδειξε την ύπαρξη των συγκεκριμένων γονιδίων, ούτε εμφάνισε ποτέ πειστικά τεκμήρια για την ενεργοποίησή τους στην ίδια ένταση σε όλους όσοι θα ακολουθούσαν την ίδια τυποποιημένη προπόνηση. Συνέλεξε τα δεδομένα του βασιζόμενος σε μαρτυρίες των υποκειμένων του (και όχι σε εργαστηριακά ή σωματικά τεστ) και χρησιμοποίησε ως δείγμα ανθρώπους που επιδίδονταν σε δραστηριότητες με υψηλές τεχνικές απαιτήσεις, όπως το βιολί και η σκοποβολή (όχι αποκλειστικά αθλητές, δηλαδή). Το συμπέρασμά του ήταν ότι 10.000 ώρες εξάσκησης σε βάθος 10 περίπου χρόνων στην κατάλληλη ηλικία (από τα 10 ως τα 20) μπορούν να μετατρέψουν οποιονδήποτε σε βιρτουόζο της δραστηριότητας στην οποία εξασκείται.
Με τα σημερινά δεδομένα, η θεωρία του ακούγεται παιδαριώδης, αλλά για τρεις περίπου δεκαετίες επηρέασε καθοριστικά τους προπονητές και τους αθλητές όλων σχεδόν των αθλημάτων.
Το γονίδιο του πρωταθλητή
Σήμερα έχουμε στα χέρια μας αμέτρητες έρευνες που καταρρίπτουν τον κανόνα των 10.000 ωρών. Η πιο μεγάλη απ’ αυτές πραγματοποιήθηκε στην Αυστραλία σε εθνική κλίμακα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το 28% των ελίτ αθλητών της χώρας έφτασαν στο κορυφαίο επίπεδο έπειτα από τέσσερα μόλις χρόνια ενασχόλησης με το άθλημά τους. Οι Αυστραλοί παλαιστές χρειάστηκαν κατά μέσο όρο 6000 ώρες προπόνησης για να φτάσουν να διεκδικούν διακρίσεις σε διεθνές επίπεδο, ενώ οι αθλητές του χόκεϊ «αρκέστηκαν» σε 4000 ώρες και οι ποδοσφαιριστές σε 5000 ώρες εξάσκησης των αθλημάτων τους.
Στο ποδόσφαιρο ειδικότερα, οι προπονητές των σύγχρονων ακαδημιών συμφωνούν ότι τα παιδιά που διαθέτουν ιδιαίτερες ικανότητες στην ντρίμπλα ή ευκολία στην κατανόηση τακτικών και ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων ξεχωρίζουν από την ηλικία των 14. Κανείς δεν έχει προλάβει να συμπληρώσει 10000 ώρες προπόνησης στα 14 του, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ανταποκρίνεται στην προπόνηση και ο ρυθμός με τον οποίο βελτιώνεται από αυτήν βοηθούν τους προπονητές του να εκτιμήσουν τις πραγματικές του δυνατότητες και τις προοπτικές που ανοίγονται μπροστά του. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ανταπόκριση ενός παιδιού στην προπόνηση δεν έχουν προσδιοριστεί με ακρίβεια, αλλά θεωρείται πλέον δεδομένο ότι κρύβονται σε κάποια διακλάδωση του γενετικού τους κώδικα. Ο εντοπισμός και η ανάλυσή τους από τους επιστήμονες είναι ζήτημα ετών ή δεκαετιών. Εν τω μεταξύ, κατά τη διαδικασία της χαρτογράφησης του ανθρώπινου γονιδιώματος που ξεκίνησε πριν από 21 περίπου χρόνια και ολοκληρώθηκε τυπικά μόλις πριν από μερικούς μήνες, οι επιστήμονες ταυτοποίησαν συγκεκριμένα γονίδια που σχετίζονται άμεσα με τις επιδόσεις σε διάφορα πεδία της σωματικής ή πνευματικής μας δραστηριότητας.
Το πιο διάσημο από αυτά τα γονίδια είναι το ACTN3, που σχετίζεται με την ταχεία μυϊκή σύσπαση. Το συγκεκριμένο γονίδιο εμφανίζεται σε δύο μορφές, την R και τη X. Η πρώτη ευθύνεται για την αυξημένη παραγωγή ακτινίνης στον οργανισμό (είναι η ορμόνη που σχετίζεται με την εκρηκτικότητα και την ταχύτητα των αθλητών), ενώ η δεύτερη σχετίζεται με τη δύναμη και τη μυϊκή ικανότητα. Το ACTN3 εντοπίζεται σε υψηλά ποσοστά στον γενικό πληθυσμό, αλλά στην κοινότητα των ελίτ αθλητών η εμφάνισή του αγγίζει την καθολικότητα. Το 95% των πρωταθλητών που συμμετείχαν σε τελικούς στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βραζιλίας το 2016 είχαν τουλάχιστον ένα γονίδιο τύπου R, ενώ περισσότεροι από τους μισούς διέθεταν και τα δύο γονίδια.
Το γονίδιο που συνδέεται με την παραγωγή της ερυθροποιητίνης (EPO) έχει ταυτοποιηθεί από το 2004, ενώ από το 1998 οι επιστήμονες απέδειξαν στο εργαστήριο ότι η πρωτεΐνη IGF-1 (insuline growth factor) συμβάλλει αποφασιστικά στην αναπλήρωση της μυϊκής μάζας. Πολύ πιο πρόσφατα τοποθετήθηκαν στον γονιδιακό χάρτη αρκετές ακόμα πινέζες: τα γονίδια ACE, AMPD1 και EPROR, ευθύνονται για την υψηλή αντοχή και τη σωστή οξυγόνωση των μυών. Το ΝΟS-3 σχετίζεται με τη μυϊκή δύναμη, ενώ Το MCT με τον δείκτη κόπωσης. Το IL6 είναι καθοριστικό για την υπερκόπωση των μυών – ο αθλητής με θετικό γονότυπο σ’ αυτό δεν κουράζεται εύκολα. Τα COL1A1, COL5A1 σχετίζονται με τη γρήγορη επούλωση των τραυμάτων και την ταχύτερη αποκατάσταση από τραυματισμούς. Ο δείκτης αντοχής ενός αθλητή (όπως και κάθε ανθρώπου), ο οποίος σχετίζεται άμεσα με τη μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου, είναι κι αυτός προκαθορισμένος και κληρονομείται από τη μητέρα.
Ένα τυπικό τεστ DNA μπορεί σήμερα να αποκαλύψει την παρουσία και των βαθμό έκφρασης αυτών των γονιδίων. Ένας αθλητής, δηλαδή, μπορεί να δώσει δείγμα από το σάλιο του και να μάθει μέσα σε λίγες μέρες πόσο τυχερός ή άτυχος στάθηκε ως προς τη γονδιακή του προίκα. Αν είναι από τους τυχερούς, οι μελέτες έχουν δείξει ότι εφόσον επιλέξει το άθλημα που ταιριάζει στη γενετική του προδιάθεση, θα ξεκινάει το 60% των αγώνων του από θέση ισχύος έναντι των αντιπάλων αθλητών.
Πέρα από την επιρροή που έχει η γενετική προδιάθεση ενός αθλητή στη δύναμη και το μέγεθος των μυών του, στη σύνθεση του μυϊκού του ιστού, στην ευλυγισία, στην αναπνευστική ικανότητα και -σε κάποιο βαθμό- στην αντοχή του, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι τα γονίδια μπορούν και επηρεάζουν και το πώς το σώμα ενός αθλητή ανταποκρίνεται στις προπονήσεις, στη διατροφή και σε άλλους εξωγενείς παράγοντες. Όπως υπογραμμίζουν όλοι οι προπονητές όλων ανεξαιρέτως των αθλημάτων, αυτός ο παράγοντας, το πώς ανταποκρίνεται ένας αθλητής στις προπονήσεις και πόσο βελτιώνεται μέσα απ’ αυτές, είναι εξίσου σημαντικός με το «ταλέντο» που του χαρίστηκε από τη φύση και τους προικισμένους προγόνους του. Ένας αθλητής με χαμηλή γενετική προδιάθεση στην αντοχή, αν ανταποκρίνεται σωστά στην εξειδικευμένη προπόνηση, μπορεί να ξεπεράσει ένα γενετικό «ταλέντο» που δεν ανταποκρίνεται στην ίδια προπόνηση. Η σωστή εξάσκηση μπορεί να βελτιώσει σημαντικά και την καρδιοαναπνευστική δυνατότητα ενός σώματος, αν και το τελικό εύρος της βελτίωσης εξαρτάται σίγουρα από από τη γενετική του προδιάθεση. Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι χαρισματικοί αθλητές είναι αυτοί που θα εμφανίσουν και την καλύτερη ανταπόκριση στις συστηματικές προπονήσεις.
Οι τομείς στους οποίους τα γονίδια φαίνεται ότι επηρεάζουν λιγότερο τις επιδόσεις, είναι η ισορροπία, η ευκινησία, ο χρόνος αντίδρασης σε κάποιο ερέθισμα, η ευστοχία και η ακρίβεια στις κινήσεις. Αυτές οι δεξιότητες μπορούν να αναπτυχθούν και να βελτιωθούν θεαματικά με τη σωστή εξάσκηση και αποτελούν σημαντικό κομμάτι αυτού που αποκαλούμε «τεχνική», η οποία είναι απαραίτητη για τη διάκριση σε πάρα πολλά αγωνίσματα.
Κάπου εδώ αξίζει να κρατήσουμε μια σημαντική σημείωση: τα περισσότερα αθλήματα είναι πολυπαραγοντικά. Προϋποθέτουν τη συνύπαρξη των σωματικών δυνατοτήτων με την υψηλή τεχνική, την οξύνοια και μια συνολικά ανεπτυγμένη πνευματική ικανότητα από την πλευρά του αθλητή. Είναι, επίσης, δεδομένο ότι οι πρωταθλητές πρέπει να διαθέτουν και μια πολύ ενισχυμένη ψυχική / ψυχολογική αρματωσιά. Να μη λυγίζουν υπό πίεση και να βρίσκουν τη δύναμη να συνεχίζουν όταν οι συνθήκες ενός αγώνα γίνονται αντίξοες. Εννοείται ότι οι αγώνες, ακόμα και οι τελικοί, επηρεάζονται από τη συγκυρία, από τυχαίους παράγοντες. Από τον αέρα που μπορεί να φυσήξει, από μια αιφνιδιαστική βροχή, από έναν ελαφρύ ή σοβαρό τραυματισμό συμπαίκτη ή αντιπάλου – από παράγοντες δηλαδή που δεν σχετίζονται καθόλου με την ικανότητα ή την ποιότητα της προετοιμασίας του αθλητή.
Ένας σημαντικός αστερίσκος μπορεί να μπει ακόμα και δίπλα στην υπόθεση του DNA και της γενετικής προδιάθεσης. Οι επιστήμονες έχουν αποδείξει ότι τα γονίδια μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα ενός αθλητή σε κάποια συγκεκριμένη αθλητική δραστηριότητα (στα σπριντ, πχ), αλλά απέχουν πάρα πολύ από το να εντοπίσουν και να ερμηνεύσουν (πολλώ δε μάλλον να επηρεάσουν) τους συνδυασμούς, τις μεταλλάξεις και τις αλληλεπιδράσεις που μπορούν να επιδράσουν στη συνολική επίδοση ενός αθλητή σε ένα πολύπλοκο αγώνισμα, ειδικά σε βάθος χρόνου. Οι γενετιστές επιμένουν ότι η κληρονομικότητα επηρεάζει σε μεγάλο ποσοστό την πιθανότητα ενός αθλητή να εξελιχθεί σε πρωταθλητής (ανάλογα με το άθλημα το ποσοστό μπορεί να υπερβαίνει το 70%), αλλά ταυτόχρονα παραδέχονται ότι η αναζήτηση των γενετικών παραλλαγών που συνεισφέρουν στην ευρύτερη προδιάθεση ενός αθλητή στην επιτυχία σε κάποιο συγκεκριμένο άθλημα, είναι μια δύσκολη και περίπλοκη υπόθεση. Η προγνωστική γονιδιωματική μπήκε πολύ πρόσφατα στα χωράφια του αθλητισμού (μετά το 2000) και θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι η επιστήμη να εντοπίσει και να μελετήσει τους πολυμορφισμούς του DNA που συνεισφέρουν στην εκδήλωση των γονιδιακών χαρακτηριστικών σ’ αυτό που ίσως κάποτε χαρακτηρίσουμε «φαινότυπο του πρωταθλητή».
“Οι προπονητές και οι αθλητικοί οργανισμοί χρησιμοποιούν τις γενετικές πληροφορίες εδώ και 10-15 χρόνια για τη βελτίωση των επιδόσεων των αθλητών τους, αλλά η αξιοποίησή τους γίνεται σε συγκεκριμένους τομείς και επικουρικά.”
Σε πειραματικό στάδιο βρισκόμαστε ακόμα στα πεδία της δατροφογονιδιωματικής και της διατροφογενετικής, που διερευνούν το ρόλο των γενετικών μεταλλάξεων στον τρόπο με τον οποίο οι αθλητές ανταποκρίνονται στις διάφορες διατροφικές παρεμβάσεις. Σημαντική δουλειά πρέπει να γίνει ακόμα στον τομέα της αποκατάστασης του οργανισμού του αθλητή μετά την προπόνηση, καθώς και στην πρόληψη και την αντιμετώπιση τραυματισμών που σχετίζονται με την εντατική άσκηση. Είναι κι αυτά αναπόσπαστα κομμάτια της ζωής και της απαιτητικής καθημερινότητας ενός πρωταθλητή. Και βέβαια, όλα αυτά συμβαίνουν κυρίως και αναπτύσσονται σε εργαστηριακά περιβάλλοντα. Στην πράξη, οι ομάδες, οι προπονητές και οι αθλητικοί οργανισμοί χρησιμοποιούν τις γενετικές πληροφορίες εδώ και 10-15 χρόνια για τη βελτίωση των επιδόσεων των αθλητών τους, αλλά η αξιοποίησή τους γίνεται σε συγκεκριμένους τομείς και επικουρικά. Ο εντοπισμός, η ανάδειξη και η βελτιστοποίηση του αθλητικού ταλέντου είναι μια μάχη που διεξάγεται καθημερινά σε προπονητήρια και αγωνιστικός χώρους με συμβατικά κατά κύριο λόγο «όπλα».
Τι συμβαίνει στο γήπεδο, στην πισίνα, στο ταρτάν
Ο Γιώργος Πομάσκι γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους πώς «χτίζεται» ένας πρωταθλητής. Είναι ένας από τους κορυφαίους προπονητές στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού και σίγουρα ο κορυφαίος στα οριζόντια άλματα. Υπό τις οδηγίες του έχουν κατακτήσει μετάλλια και διακρίσεις η Νίκη Ξάνθου, η Βούλα Τσιαμήτα, η Βούλα Πατουλίδου, ο Λάμπρος Παπακώστας, ο Λούης Τσάτουμας, η Βούλα Παπαχρήστου κα. Το περσινό καλοκαίρι καθοδήγησε τον απίθανο Μίλτο Τεντόγλου στην κατάκτηση του χρυσού ολυμπιακού μεταλλίου στο Τόκιο, ενώ πριν από μερικές εβδομάδες, στις 16 Αυγούστου στο Μόναχο, πανηγύρισε ένα ακόμα χρυσό σε ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, μετά από ένα συγκλονιστικό άλμα του Τεντόγλου στα 8,52μ.
Ο Πομάσκι παραδέχεται ότι οι γενετικές πληροφορίες και η τεχνολογία είναι πλέον πολύ χρήσιμα εργαλεία στα χέρια προπονητών και αθλητών, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν -ακόμα τουλάχιστον- να εντοπίσουν ή να αναπτύξουν έναν πρωταθλητή. «Η επιστήμη μας δίνει μια πρώτη βάση για να δουλέψουμε, αλλά πάντα στον αθλητισμό προκύπτουν εκπλήξεις. Ταλέντα που εμφανίζονται από το πουθενά, χωρίς αθλητικό ιστορικό στο σπίτι τους και εξελίσσονται σε καταπληκτικούς αθλητές. Νομίζω ότι υπάρχουν σημεία στη διαδικασία ανάπτυξης ενός πρωταθλητή που δεν μπορούν να διερευνηθούν πλήρως από την επιστήμη. Υπάρχουν παιδιά που δεν είχαν δει σκάμα στη ζωή τους κι εξελίχθηκαν σε πρωταθλητές του μήκους. Έχουμε δει Κενυάτες που δεν είχαν προπονηθεί ποτέ με στιπλ, που πηδούσαν κιβώτια γιατί δεν είχαν κανονικά εμπόδια, να μας κερδίζουν σε μεγάλους αγώνες».
Το πιο σημαντικό για τον Γιώργο Πομάσκι είναι να έχουν όλα τα παιδιά την ευκαιρία να δοκιμαστούν, να μπουν στον αθλητισμό. «Αυτό είναι θεμελιώδες. Κάποια ταλέντα χάνονται ή δεν εξελίσσονται γιατί δεν έτυχε να μένουν κοντά σε μια αθλητική εγκατάσταση ή γιατί οι γονείς τους δεν ενδιαφέρθηκαν να τους κατευθύνουν προς τον αθλητισμό. Από εκεί και πέρα, μέσα στο γήπεδο, το ταλέντο φαίνεται με τη μία. Σε ένα γκρουπ παιδιών, μετά από έναν αριθμό δοκιμών θα υπάρξουν τρία – τέσσερα που θα ξεχωρίσουν, θα αφήσουν πολύ πίσω τους τα υπόλοιπα».
“Τα σημερινά παιδιά είναι πιο εύστροφα. Είναι μια γενιά πολύ γρήγορη στις αντιδράσεις και στις αποφάσεις της, αλλά δεν αντέχει τις μακροχρόνιες επιβαρύνσεις.”
Γιώργος Πομάσκι
Στα «δικά του» αθλήματα τα ανθρωπομετρικά και φυσικά χαρακτηριστικά παίζουν σημαντικό ρόλο: το ύψος και η αλτικότητα είναι προϋποθέσεις για έναν σύγχρονο αθλητή του μήκους και του τριπλούν. Οι τεχνικές και η φυσική κατάσταση είναι στοιχεία που δουλεύονται στην προπόνηση. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, ο ίδιος επιλέγει για τους αθλητές του προπονήσεις μεγαλύτερης έντασης και μικρότερης χρονικής διάρκειας. Όπως εξηγεί, «τα σημερινά παιδιά είναι πιο εύστροφα. Είναι μια γενιά πολύ γρήγορη στις αντιδράσεις και στις αποφάσεις της, αλλά δεν αντέχει τις μακροχρόνιες επιβαρύνσεις. Δεν έχει υπομονή, θέλει να τα κάνει όλα γρήγορα. Συντομία, υψηλή ένταση και τελειώσαμε». Δεν κατακτούν όλοι οι αθλητές του ολυμπιακά μετάλλια, όμως, ούτε καταρρίπτουν όλοι ρεκόρ. Σ’ αυτό το επίπεδο πια, παίζει ρόλο η προσωπικότητα του πρωταθλητή, ένας καθοριστικός παράγοντας που δεν ανιχνεύεται στο DNA αλλά ούτε και αποκτάται στις προπονήσεις. Ως πιο χαρακτηριστικό αναφέρει το παράδειγμα του Μίλτου Τεντόγλου, ο οποίος «την κρίσιμη στιγμή μπορεί να συγκεντρωθεί, να οργανώσει τον ψυχισμό του, να ενεργοποιήσει την αγωνιστικότητά του και όχι απλώς να εκτελέσει στο μέγιστο βαθμό ό,τι έχει αποθηκεύσει στις προπονήσεις του, αλλά να προσθέσει κι έναν πόντο παραπάνω. Είναι μια δική του, ξεχωριστή ικανότητα. Δεν μπορεί ο καθένας να αντέξει αυτήν την πίεση, να πρέπει να πιάσει τη μέγιστή του απόδοση σε μια συγκεκριμένη στιγμή, σε ένα συγκεκριμένο μέρος, με μια συγκεκριμένη κατάσταση που εξελίσσεται γύρω του».
Ο Σπύρος Γιαννιώτης, πρωταθλητής της κολύμβησης και ασημένιος Ολυμπιονίκης στα 10 χιλιόμετρα στην ανοιχτή θάλασσα στους Ολυμπιακούς του 2016 στο Ρίο Ντι Τζανέιρο (σε έναν από τους πιο συγκλονιστικούς τελικούς στην ιστορία των Αγώνων), πιστεύει πολύ στην κληρονομικότητα. Όπως αφηγείται χαρακτηριστικά, «Όταν είδα τη μάνα μου να κολυμπάει μια μέρα στην πισίνα, συνειδητοποίησα από πού πήρα το γονίδιο του κολυμβητή. Το στυλ της είναι ίδιο με το δικό μου – ή μάλλον το αντίστροφο, εγώ πήρα το δικό της στυλ. Κολυμπάμε και οι δύο με τέμπο, αλλά με κοντές χεριές, δεν έχουμε καλή τεχνική».
Η μητέρα του ήταν αυτή που τον έφερε σε επαφή με την κολύμβηση, στα πέντε του, στην Κέρκυρα όπου μεγάλωσε (είναι γεννημένος στο Λίβερπουλ) και ο υγρός στίβος τον κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Αρχικά διακρίθηκε στις πισίνες, στα 400 και στα 1500 μέτρα ελεύθερο, αλλά εκεί που διέπρεψε πραγματικά ήταν στην ανοιχτή θάλασσα, στα αγωνίσματα του open water στα οποία μεταπήδησε το 2007. «Στον τομέα της τεχνικής υστερούσα πάρα πολύ κι αυτό μου κόστιζε στην πισίνα. Υπερτερούσα, όμως, στην αντοχή η οποία παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην ανοιχτή θάλασσα, αλλά και σ’ αυτό που εμείς περιγράφουμε με τη φράση “σε θέλει το νερό”. Στέκομαι και κολυμπώ πιο ψηλά στο νερό, στην επιφάνεια της πισίνας ή της θάλασσας από άλλους κολυμβητές. Αυτό είναι το ατού μου και είναι πολύ βοηθητικό στις μεγάλες αποστάσεις, γιατί ελαχιστοποιεί τις τριβές και κάνει πιο εύκολο το κολύμπι. Είναι ένα μυοσκελετικό χαρακτηριστικό που κάποιοι το έχουν εκ γενετής και κάποιοι όχι. Θα έλεγα ότι είναι ένα κληρονομικό χάρισμα».
“Όταν λέμε “ταλέντο” συνήθως εννοούμε τα σωματικά χαρίσματα. Το ψυχικό χάρισμα, όμως, δεν είναι κι αυτό ένα ταλέντο;”
Σπύρος Γιαννιώτης
Στην πορεία της μεγάλης καριέρας του, ο Γιαννιώτης γνώρισε κολυμβητές που είχαν το ίδιο χάρισμα αλλά δεν προχώρησαν επειδή δεν είχαν τη θέληση και το πείσμα που απαιτείται για να προχωρήσει κάποιος στον σκληρό και αμείλικτα ανταγωνιστικό χώρο του πρωταθλητισμού, αλλά και δουλευταράδες κολυμβητές, που διέθεταν το σωστό mindset, αλλά δεν τους βοήθησε το σώμα τους να εξελιχθούν. «Όταν λέμε “ταλέντο” συνήθως εννοούμε τα σωματικά χαρίσματα. Το ψυχικό χάρισμα, όμως, δεν είναι κι αυτό ένα ταλέντο;», αναρωτιέται. «Σίγουρα ο περίγυρος και οι παραστάσεις του καθενός διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του, αλλά αν δεν “το ‘χεις”, αν δεν μπορείς να είσαι συγκεντρωμένος, ατόφιος και ακέραιος υπό πίεση, δεν θα φτάσεις στο υψηλότερο επίπεδο. Πρέπει να μην αφήνεις τίποτα να σε επηρεάζει. Πρέπει η αποτυχία να σε κάνει πιο δυνατό και να μην τα παρατάς. Αυτά είναι σίγουρα παραστάσεις και στοιχεία που τα παίρνεις απ’ το σπίτι σου -εγώ τα πήρα ξεκάθαρα από τη μητέρα μου και τον πατέρα μου- αλλά θεωρώ ότι είναι και κάτι που υπάρχει εκ γενετής».
Περιγράφοντας το δικό του «ψυχικό χάρισμα», εξομολογείται ότι από πολύ μικρός αισθανόταν ότι θα πετύχει. «Το ένιωθα από πιτσιρικάς. Ήμουν αισιόδοξος και είχα αυτοπεποίθηση. Πίστευα ότι θα τα καταφέρω κι ας μη το έλεγα σε κανέναν». Θεωρεί ότι αυτό το στοιχείο της προσωπικότητάς του τον βοήθησε να ξεπεράσει τα αντικειμενικά προβλήματα που αντιμετώπισε όταν ήταν έφηβος. «Στα 16 μου ήμουν ένας μέτριος αθλητής. Ζούσα στην Κέρκυρα, όπου οι συνθήκες της προπόνησης ήταν συγκεκριμένες και περιορισμένες και κάθε φορά που ερχόμουν στην Αθήνα πάθαινα πανωλεθρία. Επιπλέον, άργησα πολύ να μπω στην ανάπτυξη. Στα 15 μου ήμουν κάτω από τον μέσο όρο του ύψους στην τάξη μου και τώρα περνάω όλους τους παλιούς μου συμμαθητές ένα κεφάλι. Στα 16, λοιπόν, ήμουν ένας αθλητής που πανελλαδικά έμπαινα στην οκτάδα. Στα 17 όμως κέρδισα το πρωτάθλημα, στα 18 το ξανακέρδισα και στα 19 έκαναν πανελλήνιο ρεκόρ και πήγα στους Ολυμπιακούς με την Εθνική. Αυτό, δυστυχώς, είναι μια πραγματικότητα στον αθλητισμό. Δεν γίνεται να προβλέψεις σε τι επίπεδο μπορεί να φτάσει ένας αθλητής στα 13 του, όταν αρχίζουν οι αγωνιστικές κατηγορίες. Για διάφορους άλλους λόγους, αλλά κι επειδή σ’ εκείνη την ηλικία μπορεί κάποιο παιδί να έχει ανάπτυξη 15χρονου και κάποιο άλλο να μοιάζει με 11χρονο. Και μπορεί ο δεύτερος να είναι το πραγματικό ταλέντο, αλλά οι προπονητές θα ασχοληθούν με τον πρώτο, που εκείνη τη στιγμή θα διακρίνεται στους αγώνες».
Ταλέντο με ημερομηνία έναρξης [και λήξης]
Η Ελισάβετ Βελέντζα, πρώην επαγγελματίας αθλήτρια στα 100 μέτρα εμπόδια, προπονήτρια και ιδρύτρια του Talent ID Discover Your Best, ενός από τα πρώτα κέντρα με ειδίκευση στην ανακάλυψη ταλέντων στον αθλητισμό και την αθλητική κατεύθυνση των παιδιών, στέκεται πάρα πολύ στην ηλικία ανίχνευσης του αθλητικού ταλέντου. «Εμείς δεχόμαστε παιδιά από την ηλικία των έξι ετών και άνω και στόχος μας είναι η υποστήριξη τους ως προς τη σωματική ανάπτυξη και την αθλητική εξέλιξη. Ξεκινάμε αξιολογώντας τα ανθρωπομετρικά και κινητικά χαρακτηριστικά των παιδιών, την ψυχολογία, τη διατροφή και τους βιολογικούς τους δείκτες και βοηθάμε το παιδί να ανακαλύψει σε ποιο άθλημα μπορεί να εμφανίζει μια κλίση. Όταν πια το παιδί έχει επιλέξει το άθλημά του, εμείς οι προπονητές λειτουργούμε υποστηρικτικά ως προς τη βελτίωση της φυσικής του κατάστασης κι ενεργοποιούνται σε πιο εξειδικευμένους ρόλους τα άλλα μέλη της ομάδας: ο αθλητικός ψυχολόγος, ο αθλητικός διατροφολόγος, ο βιοχημικός και ο εργοφυσιολόγος. Αυτό που πάντα υπογραμμίζουμε στους γονείς είναι ότι τα παιδιά βρίσκονται στην αναπτυξιακή τους περίοδο, οπότε τα δεδομένα αλλάζουν διαρκώς. Για να αποκτήσουμε μια καθαρή εικόνα για τις πραγματικές δυνατότητες ενός παιδιού χρειάζεται διαρκής παρακολούθηση και αναπροσαρμογή των αθλημάτων στα οποία επιδίδεται και υπομονή. Δεν μπορείς στην ηλικία των έξι ετών να προβλέψεις αν το παιδί θα γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής στα 18 του. Κανένας επιστήμονας δεν μπορεί, γιατί τα παιδιά αναπτύσσονται, εξελίσσονται και η έκφραση των γονιδίων τους επηρεάζεται και από το περιβάλλον τους: από τους φίλους, το σχολείο, τη διατροφή, τον ύπνο, τις προπονήσεις».
Η αξιολόγηση του αθλητικού ταλέντου γίνεται με βάση το φύλο και την ηλικία. Τα παιδιά αξιολογούνται ως προς τα βασικά ανθρωπομετρικά τους χαρακτηριστικά (ύψος, βάρος, καθιστό ύψος, άνοιγμα χεριών, μέγεθος παλάμης κλπ), αλλά και ως προς τις επιδόσεις τους στην ταχύτητα, την αντοχή και τη δύναμη. «Η συνολική απόδοση μετατρέπεται σε ποσοστό επί τοις εκατό και όσα παιδιά πετυχαίνουν πάνω από 70% στην ηλικιακή τους κατηγορία, θεωρούμε ότι εμφανίζουν κλίση στον αθλητισμό – έχουν κάποιο ταλέντο».
Μιλώντας για ποσοστά, η κ. Βελέντζα αναφέρει ότι παγκοσμίως, το 10% του πληθυσμού δείχνει μια κλίση στον αθλητισμό από μικρή ηλικία. «Δεν μπορείς, όμως, να ξεχωρίσεις σε ποιο άθλημα θα διακριθεί ένα παιδί που δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα την ανάπτυξή του. Η βιολογική ωρίμανση πραγματοποιείται από τα 11 ως τα 15 και σ’ αυτή τη διαδικασία κάθε παιδί έχει τους δικούς του ρυθμούς».
Ακόμα κι αν όλα πάνε καλά και το παιδί διαθέτει όντως ταλέντο το οποίο θα εντοπιστεί εγκαίρως και θα δουλευτεί σωστά στην προπόνηση, κανείς δεν μπορεί να του υποσχεθεί ότι θα γίνει πρωταθλητής. Για την Ελισάβετ Βελέντζα ο συνδυασμός ταλέντου και προπόνησης αποτελεί το 30% του υλικού που χρειάζεται ένας αθλητής για να φτάσει στο ελίτ επίπεδο. Το υπόλοιπο 70% προκύπτει από την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του. Αυτό που η ίδια συνοψίζει ως «ψυχολογία»: «Είχα κάνει την ίδια ερώτηση στον προπονητή της εθνικής Αγγλίας στο ράγκμπι, όταν μόλις η ομάδα του είχε κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο και μου είχε απαντήσει “it’s all about attitude”. Είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία του αθλητή. Είναι σημαντικό όταν ηττηθεί και απογοητευθεί, την επόμενη μέρα να πάει στην προπόνηση. Όταν όλοι θα τον αμφισβητούν, αυτός να είναι στην προπόνηση. Όταν θα χάνει η ομάδα του, αυτός να κάνει το καλύτερο παιχνίδι της ζωής του. Αυτό σημαίνει πρωταθλητής. Δεν σημαίνει ότι βγαίνω πάντα πρώτος. Σημαίνει ότι όποιες κι αν είναι οι συνθήκες γύρω μου, προχωράω και βελτιώνομαι».
Αυτό στο οποίο μπορούν άπαντες να συμφωνήσουν είναι ότι αν με κάποιο μαγικό τρόπο μεταφέρουμε την τέλεια εργαστηριακή συνθήκη στο ταρτάν ενός σταδίου -οκτώ τοπ αθλητές, τέλεια προετοιμασμένοι, σε ιδανική σωματική, πνευματική και ψυχολογική κατάσταση- αυτός που πιθανότατα θα νικήσει στο νήμα είναι αυτός που θα διαθέτει την καλύτερη γονιδιακή προίκα. Αυτός με τη γενετική προδιάθεση, το «ταλέντο». Θα είναι, όμως, ο πρωταθλητής; Μπορεί και όχι. Ο Σπύρος Γιαννιώτης, ένας πραγματικός πρωταθλητής, το θέτει ως εξής:
«Εκείνη τη μέρα θα νικήσει, αλλά τον επόμενο χρόνο, στον επόμενο τελικό, οι συνθήκες είναι βέβαιο ότι θα έχουν αλλάξει. Η ψυχολογία του μπορεί να είναι διαφορετική και να μην μπει ούτε στην οκτάδα. Αυτό είναι ή δεν είναι γονίδιο; Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση δεν έχει βρεθεί ακόμα. Και δεν ξέρω αν θα βρεθεί ποτέ και προσωπικά ελπίζω να μη βρεθεί. Για να διατηρηθεί το απρόβλεπτο που κάνει τον αθλητισμό τόσο συναρπαστικό. Για να πεταχτεί από εκεί που δεν το περιμένουμε ένας άγνωστος αθλητής, που δεν γεμίζει το μάτι κανενός και να νικήσει και να γίνει αυτός ο επόμενος πρωταθλητής».