Εκτός από τις ζωές και τις ελευθερίες εκατομμυρίων ανθρώπων, η πανδημία πήρε μαζί της και τις τελευταίες ελπίδες για μια θεσμική προστασία του εργασιακού ωραρίου και του ελεύθερου χρόνου μας.
Η Πηνελόπη Ζ. θα δουλέψει στις διακοπές της. Το έκανε και πέρσι, αλλά πέρσι λόγω Covid και γενικής στενότητας δεν πήγε κανονικές διακοπές, πέρασε μόνο λίγες μέρες στο εξοχικό των γονιών της. Φέτος θα πάρει το λάπτοπ μαζί της στο νησί. Φιλοδοξεί να προχωρήσει κάποια από τα πρότζεκτ που έχει αναλάβει, δουλεύοντας το πολύ δύο ώρες τη μέρα. «Νωρίς το πρωί, πριν πάω για μπάνιο», όπως εξηγεί «ή και το μεσημέρι, αν βρω κάποιο ήσυχο παραλιακό καφέ με wi-fi και ωραία σκιά».
Όσο περιγράφει το καλοκαιρινό της σχέδιο, γίνεται αντιληπτό ότι δεν την ενοχλεί η ιδέα της δουλειάς κατά τη διάρκεια των διακοπών. Ίσα – ίσα, θεωρεί ότι είναι μια ευκαιρία να ξαναδεί κάποια ζητήματα με καθαρό μυαλό και να κλείσει εκκρεμότητες: «Έτσι κι αλλιώς, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο όλο και κάτι θα έκανα», σχολιάζει. «Αντί να απαντάω σε μέιλ και WhatsApp από το κινητό, θα αφιερώσω συγκεκριμένες ώρες στο λάπτοπ μου και θα τελειώσω και κάποια πράγματα που δεν ήταν δυνατό να ολοκληρωθούν μέσα στην καθημερινή ροή της δουλειάς».
Η Πηνελόπη, φυσικά, δεν είναι η μόνη που θα πακετάρει το λάπτοπ της στις αποσκευές των διακοπών. Χιλιάδες εργαζόμενοι στην Ελλάδα και δεκάδες εκατομμύρια ευρωπαίοι πολίτες θα παραμείνουν σε κάποιου είδους επαφή με τη δουλειά τους κατά τη διάρκεια της άδειάς τους. Το καλοκαίρι του 2022 αναμένονται να είναι ακόμα περισσότεροι και τα επόμενα καλοκαίρια ο αριθμός τους θα αυξάνεται γραμμικά. Ενδιαμέσως, τα φθινόπωρα, τους Χειμώνες και τις Ανοίξεις, όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι θα βρίσκονται όλο και περισσότερες ώρες συνδεδεμένοι με τις εταιρείες, τα γραφεία ή τις κάθε είδους επαγγελματικές εστίες τους. Κάποιοι θα το κάνουν συνειδητά και από επιλογή, κάποιοι άλλοι θα αναγκαστούν να το κάνουν επειδή δεν θα έχουν άλλη επιλογή, αλλά για τους περισσότερους δεν θα τεθεί καν ζήτημα επιλογής: η διαρκής και ανά πάσα στιγμή διαθεσιμότητα είναι το αντίτιμο που θα καταβάλουν προκειμένου να απολαύσουν την εργασιακή τους ευελιξία ή για να προσαρμοστούν στη νέα υπό διαμόρφωση πραγματικότητα των ελαστικών ωραρίων.
Το flexibility και η εργασία χωρίς ωράριο ήταν ούτως ή άλλως μια από τις κυρίαρχες τάσεις στις ανεπτυγμένες χώρες τα τελευταία χρόνια, ειδικά στις κοινότητες των νεότερων σε ηλικία εργαζόμενων, αλλά η πανδημία της Covid-19 και τα γενικευμένα λοκντάουν επέσπευσαν δραματικά την καθιέρωση της τηλεργασίας και της δουλειάς εκτός γραφείου ως καθιερωμένη -και σε κάποιες περιπτώσεις κυρίαρχη- συνθήκη εργασίας. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Ένωση, από το ξέσπασμα της Covid-19 και μέχρι σήμερα, η εργασία «από το σπίτι» έχει αυξηθεί κατά 30%, ποσοστό που αναμένεται να παραμείνει εξίσου υψηλό ή και να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια. Η ίδια έρευνα αποκαλύπτει ότι όσοι εργάζονται τακτικά στο σπίτι τους έχουν διπλάσιες πιθανότητες να ξεπεράσουν τις 48 ώρες δουλειάς την εβδομάδα σε σχέση με τους εργαζόμενους με φυσική παρουσία στα γραφεία τους.
“Επιπλέον, ένας στους τρεις τηλεργαζόμενους δηλώνει ότι ασχολείται με τη δουλειά στον ελεύθερο χρόνο του καθημερινά. Το αντίστοιχο ποσοστό για τους υπαλλήλους γραφείων είναι 5%.”
Η πανδημία, λοιπόν, δεν μας έκλεισε μόνο στα σπίτια μας, αλλά μας εγκλώβισε ακόμα πιο δεσμευτικά στις δουλειές και στις επαγγελματικές μας υποχρεώσεις. Ταυτοχρόνως, ακύρωσε σε μεγάλο βαθμό τις όποιες προσπάθειες είχαν γίνει μέχρι πρόσφατα από κράτη και θεσμούς προκειμένου να δημιουργηθεί ένα νομικό πλαίσιο που θα προστατεύει το δικαίωμα των εργαζόμενων του 21ου αιώνα στην αποσύνδεση (το περίφημο right to disconnect).
Όταν το ωράριο μπήκε στη ΜΕΘ
Η Πηνελόπη που θα κάνει διακοπές με το λάπτοπ της επιβεβαιώνει στο ακέραιο τα συμπεράσματα της Ε.Ε. Είναι υπάλληλος μιας εταιρείας μεσαίου μεγέθους που ασχολείται με την παραγωγή και την προώθηση οπτικοακουστικού περιεχομένου. Είναι μια δουλειά που τυπικά (με βάση τη σύμβασή της) έχει ωράριο, αλλά, όπως εξηγεί: «Πάντα κάτι προκύπτει. Ένα event, ένα γύρισμα, μια συνεννόηση με ανθρώπους που ζουν στο εξωτερικό, σε διαφορετικές timezones – είναι μια δουλειά που σε ακολουθεί και μετά το γραφείο. Συν τα μέιλ και τις συνεννοήσεις στο τσατ που, εννοείται, δεν σταματούν ποτέ».
Έχοντας συνηθίσει να δουλεύει εκτός του ωραρίου της, παραδέχεται ότι η πανδημία δημιούργησε για εκείνη μια μάλλον βολική συνθήκη: «Η τηλεργασία μου ταιριάζει. Δουλεύοντας από το σπίτι γλιτώνω χρόνο από τις μετακινήσεις, ενώ περιορίζω σημαντικά και τα καθημερινά μου έξοδα. Συνολικά δουλεύω μάλλον περισσότερες ώρες, αλλά “σπαστές”. Μπορώ να κάνω διάλειμμα το μεσημέρι για να μαγειρέψω και να ξεκουραστώ και να συνεχίζω τη δουλειά αργότερα, το βράδυ». Η Πηνελόπη δεν έχει πρόβλημα να εργάζεται κάποιες ώρες τη νύχτα, από τη στιγμή που αυτό της αφήνει κενά μέσα στη μέρα για να ξεκουραστεί, να κάνει γυμναστική, να ψωνίσει ή να δει φίλους. «Αν ήταν στο χέρι μου θα ήθελα να συνεχίσω να εργάζομαι έτσι, από το σπίτι και χωρίς ωράριο», εξομολογείται, αλλά παραδέχεται ότι «είναι κάτι μου με βολεύει στη φάση ζωής που βρίσκομαι. Υπάρχουν στην εταιρεία συνάδελφοι με παιδιά και άλλες υποχρεώσεις που δυσκολεύονται να συμμετάσχουν σε απογευματινά calls ή δεν απαντούν σε κάποια νυχτερινά μέιλ».
Ο Κωνσταντίνος Δ. είναι διευθυντής σύνταξης σε ένα μεγάλο ενημερωτικό website. Είναι μια δουλειά που de facto προϋποθέτει την ετοιμότητα και τη διαθεσιμότητα των εργαζομένων ανά πάσα στιγμή. Η δημοσιογραφία, άλλωστε, ποτέ δεν είχε ωράριο, αφού η επικαιρότητα είναι κάτι που εξελίσσεται διαρκώς, 24 ώρες το 24ωρο. Τα τελευταία χρόνια ειδικά, το πέρασμα από τον έντυπο στον ψηφιακό Τύπο κονιορτοποίησε τις ελάχιστες δυνατές πιθανότητες αποσύνδεσης που είχαν απομείνει στη διάθεση των εργαζομένων στο χώρο της ενημέρωσης.
«Η digital δημοσιογραφία είχε προηγηθεί στον τομέα της πολύωρης επαγγελματικής επικοινωνίας και της διαρκούς διασύνδεσης», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος. «Είναι ένας τομέας στον οποίο θεωρείται -και είναι- λογικό να απασχολείσαι πολλές ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου εργασίας σου. Ένας δημοσιογράφος οφείλει να είναι πάντα ενημερωμένος για το τι συμβαίνει στο πεδίο του ρεπορτάζ του». Σύμφωνα με τον δικό του επαγγελματικό κώδικα, είναι πιο δίκαιο τη μεγαλύτερη εμπλοκή εκτός ωραρίου να την έχουν οι προϊστάμενοι, οι οποίοι «πρέπει να λύνουν τα προβλήματα που προκύπτουν διαρκώς σε έναν ενημερωτικό οργανισμό» και «λιγότερο σωστό» να απασχολούνται στον ελεύθερο χρόνο τους οι υφιστάμενοι. «Προσπαθώ να μην ενοχλούνται συντάκτες μετά τη βάρδιά τους, αλλά ούτως ή άλλως παραμένουν δικτυωμένοι σε περίπτωση που προκύψει κάτι».
Η πανδημία, πάντως, ενέτεινε την αίσθηση της διαρκούς διασύνδεσης με τη δουλειά ακόμα και σ’ αυτούς τους χώρους, στους οποίους υπήρχε ήδη διαμορφωμένη μια ανάλογη κουλτούρα. Όπως εξηγεί ο Κωνσταντίνος Δ. «στο κινητό μου παρακολουθούσα ήδη προ Covid το GMail, το WhatsApp, το Messenger, το Viber και το Slack. Σ’ αυτές τις εφαρμογές προστέθηκαν με την πανδημία το Zoom, το Google Meets, το Microsoft Teams, το Webex. Αυτό από μόνο του δημιουργεί ένα νέο οργανωτικό πρόβλημα κι ένα επιπλέον άγχος. Δεν χρησιμοποιούν όλοι τις ίδιες πλατφόρμες πχ, ενώ σε κάθε πλατφόρμα διαμορφώνονται αναγκαστικά πολλά διαφορετικά γκρουπ, οπότε χρειάζεται χρόνος και συγκέντρωση μόνο και μόνο για να οργανώσεις τις ομάδες και τις συζητήσεις κάθε φορά. Μοιραία, περνάμε όλοι περισσότερες ώρες συνδεδεμένοι και μάλιστα σε συνθήκες έντονου στρες. Και ας μην ξεχνάμε και τα video calls που μπήκαν στη ζωή μας. Μπορεί κατά τη διάρκεια του λοκντάουν να ένιωθες ότι είχες την άνεση να κάνεις ένα επαγγελματικό μίτινγκ φορώντας ένα πουκάμισο και από κάτω τη πιτζάμα σου, αλλά δεν είναι εύκολο να διατηρείς την προσήλωσή σου ή να μένουν όλοι προσηλωμένοι σε τέτοιες συνθήκες. Χρειάζεται μια διαφορετική πνευματική διαχείριση. Επιπλέον, από τη στιγμή που το call μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή μέσα στη μέρα, είναι πολύ πιθανό την ίδια στιγμή στο σπίτι τα παιδιά να κάνουν τηλεκπαίδευση και γενικώς να δημιουργείται μια κατάσταση που καταλύει εντελώς την αίσθηση της οικιακής ιδιωτικότητας».
Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση του Κωνσταντίνου Δ. είναι ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δημοσιογράφοι ήταν από την πρώτη στιγμή πιο δεκτικοί σε κάθε είδους engagement όλο αυτό το διάστημα. «Ίσως αυτό να συμβαίνει γιατί οι παλιοί έχουν γαλουχηθεί με την κουλτούρα της εφημερίδας. Είναι “παντρεμένοι με τη δουλειά” τους κι έχουν συνηθίσει να είναι διαθέσιμοι». Οι νεότεροι προσπαθούν να θέτουν όρια στη διαθεσιμότητά τους. «Κάποιοι, μάλιστα, “κλείνουν” μετά τη βάρδια, σαν να δουλεύουν σε ταμείο στην τράπεζα». Κατά τη γνώμη του Κωνσταντίνου, αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. «Μπορεί αυτή να είναι η σωστή συμπεριφορά. Είναι μια συνειδητοποιημένη στάση, σε συνάρτηση και με τις αμοιβές που εισπράττουν τα νέα παιδιά που εργάζονται στον χώρο».
Ο νομοθέτης άργησε μια μέρα
“Η Ευρώπη προσπαθεί εδώ και μια δεκαπενταετία περίπου να θεσπίσει νόμους που θα επιτρέπουν στους εργαζόμενους να αποσυνδέονται από τις δουλειές τους χωρίς να αντιμετωπίζουν κυρώσεις από την εργοδοσία.”
Η πρώτη χώρα που θεσμοθέτησε το δικαίωμα στο log off ήταν η Γαλλία, το 2016 και ακολούθησαν η Ιταλία το 2017 και η Ισπανία το 2018. Οι διατυπώσεις σε κάθε χώρα διαφέρουν, αλλά σε γενικές γραμμές οι νόμοι που ψηφίστηκαν προστατεύουν το δικαίωμα του εργαζόμενου να μην εμπλέκεται σε κάποιου είδους επαγγελματική επικοινωνία πέραν της εργάσιμης μέρας του και να μην αντιμετωπίζει κάποιου είδους κυρώσεις γι’ αυτό (να μην χάνει πχ, μια ενδεχόμενη προαγωγή επειδή δεν εργάζεται τα Σαββατοκύριακα).
Η Γερμανία επέλεξε μια διαφορετική οδό, πέραν της νομοθετικής. Το υπουργείο Εργασίας και τα συνδικάτα έχουν συνάψει με τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας συμφωνίες που προστατεύουν το δικαίωμα στην αποσύνδεση. Η Volkswagen, η Daimler και η Siemens ήταν οι πρώτες που συναίνεσαν. Σήμερα, για παράδειγμα, το καταστατικό της Volkswagen απαγορεύει στους υπαλλήλους της να δέχονται επαγγελματική αλληλογραφία στο smartphone τους μετά τις 18:15 και πριν τις 07:00.
Στις 21 Ιανουαρίου 2021, το Ευρωκοινοβούλιο ενέκρινε (με 472 ψήφους υπέρ, 126 κατά και 83 αποχές) την πρόταση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων της Ε.Ε. για τη θεσμοθέτηση του δικαιώματος στην αποσύνδεση στις χώρες της Ένωσης. Στο κείμενο του ψηφίσματος τονίζεται ότι «το δικαίωμα στην αποσύνδεση επιτρέπει στους εργαζομένους να αποφεύγουν να εμπλέκονται σε καθήκοντα, δραστηριότητες και ηλεκτρονική επικοινωνία που συνδέονται με την εργασία, όπως τηλεφωνικές κλήσεις, ηλεκτρονικά και άλλα μηνύματα, εκτός του χρόνου εργασίας τους, μεταξύ άλλων κατά τις περιόδους ανάπαυσης, τις δημόσιες αργίες και την ετήσια άδεια, την άδεια μητρότητας και πατρότητας, και άλλους τύπους άδειας, χωρίς να υφίστανται δυσμενείς συνέπειες». Σε άλλα σημεία του κειμένου αναφέρεται ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να είναι σε θέση να προγραμματίζουν τον χρόνο εργασίας τους ανάλογα με τις προσωπικές ευθύνες, ιδίως τη φροντίδα παιδιών ή ασθενών μελών της οικογένειας, ενώ υπογραμμίζεται ότι η «αύξηση της συνδεσιμότητας στον χώρο εργασίας δεν θα πρέπει να οδηγεί σε διακρίσεις ή αρνητικές συνέπειες όσον αφορά την πρόσληψη ή την εξέλιξη της σταδιοδρομίας».
Το ψήφισμα της Ε.Ε. θίγει επιπλέον το ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων, τα οποία στις συνθήκες της τηλεργασίας είναι διαρκώς εκτεθειμένα. Όπως αναφέρεται, «η πρόοδος όσον αφορά νέες τεχνολογικές δυνατότητες θα πρέπει να μην οδηγήσει στην απάνθρωπη χρήση ψηφιακών εργαλείων ούτε να εγείρει ανησυχίες όσον αφορά την ιδιωτική ζωή και τη δυσανάλογη και παράνομη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την επιτήρηση και την παρακολούθηση των εργαζομένων. οι νέες μορφές εργαλείων παρακολούθησης του χώρου εργασίας και των εργασιακών επιδόσεων, που επιτρέπουν στις εταιρείες να παρακολουθούν εκτεταμένα τις δραστηριότητες των εργαζομένων, δεν θα πρέπει να θεωρούνται ευκαιρία για τη συστηματική παρακολούθηση των εργαζομένων».
Όλα αυτά θα πρέπει να τα διασφαλίσει κάθε κράτος για τους δικούς του πολίτες, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους και τις εποπτικές αρχές προστασίας των δεδομένων. Για τα προσωπικά δεδομένα συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι «στις εργασιακές σχέσεις, η συναίνεση του εργαζομένου στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορεί, υπό κανονικές συνθήκες, να θεωρείται ότι παρέχεται ελεύθερα και ότι, ως εκ τούτου, δεν είναι έγκυρη, καθώς υπάρχει σαφής ανισορροπία ισχύος μεταξύ του εργαζομένου που είναι το υποκείμενο των δεδομένων και του εργοδότη που είναι ο υπεύθυνος επεξεργασίας».
Η ευρωπαϊκή οδηγία είναι σαφής και σε ό,τι έχει να κάνει με τις ποινές για τους εργοδότες που δεν σέβονται το δικαίωμα των εργαζομένων τους στην αποσύνδεση: πρέπει να είναι αυστηρές, να επιβάλλονται άμεσα κι εξίσου άμεσα να αποζημιώνεται και να αποκαθίσταται ο θιγόμενος εργαζόμενος.
Το κείμενο της Ε.Ε. έχει συνταχθεί με σωστή λογική -σε γενικές γραμμές υπέρ των εργαζομένων- και προσεγγίζει με ευαισθησία και διορατικότητα τις περισσότερες παραμέτρους ενός προβλήματος που είναι όντως δύσκολο να αντιμετωπιστεί οριζόντια, με γενικές οδηγίες και διατάξεις που θα εφαρμόζονται καθολικά. Δυστυχώς, όμως, το πλαίσιο που φιλοδοξεί να θεσμοθετήσει ξεπεράστηκε από την εποχή, πριν καν τεθεί σε εφαρμογή, έστω και πιλοτική. Αυτό γιατί όλες οι σχετικές νομοθεσίες -τόσο η ευρωπαϊκή όσο και οι επιμέρους εθνικές- προσπαθούν να προστατεύσουν τον εργαζόμενο από την εκτός ωραρίου εργασία και να διασφαλίσουν ότι η αποσύνδεση κατά τον ελεύθερο χρόνο του δεν θα έχει δυσμενείς συνέπειες, θεωρώντας δεδομένη την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου ωραρίου.
Στην τηλεργασία, όμως, δεν υπάρχει ωράριο. Η εργάσιμη μέρα και η εργάσιμη εβδομάδα είναι έννοιες που καταλύθηκαν de facto όταν η πανδημία μας υποχρέωσε να δουλεύουμε από τα σπίτια μας. Η ευελιξία και το flexibility εμφανίζουν ενδεχομένως αρκετά πλεονεκτήματα για κάποιους εργαζόμενους, αλλά δημιουργούν ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα για τον νομοθέτη: καταργούν αυτό που μέχρι σήμερα ορίζαμε ως «κανονικό ωράριο εργασίας» και θολώνουν πολύ το εργασιακό τοπίο. Πώς θα προστατεύσεις πχ τον εργαζόμενο από τις απλήρωτες υπερωρίες και την υποχρεωτική υπερεργασία όταν δεν μπορείς να υπολογίσεις με ακρίβεια πόσες ώρες εργάζεται;
Η υφιστάμενη νομοθεσία λοιπόν, αντανακλά τις καλές προθέσεις ενός προ-πανδημικού κόσμου στο τζάμι ενός γραφείου που πλέον είναι άδειο και ίσως παραμείνει έτσι για πολύ καιρό ή και για πάντα. Ήδη, μάλιστα, κάποιες κατηγορίες εργαζομένων και σύσσωμη η νεόκοπη φυλή των ψηφιακών νομάδων, θεωρούν ότι κάποιες από τις «προστατευτικές» διατάξεις περιορίζουν την εργασιακή τους ευελιξία. Γιατί να μην μπορούν να τσεκάρουν και να απαντούν στα μέιλ τους όποια ώρα θέλουν;
Η χαοτική ελληνική πραγματικότητα
Στις 19 Ιουνίου 2021 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Νόμος 4808/2021 «Για την προστασία της Εργασίας», ο οποίος ενσωματώνει κάποιες από τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία του δικαιώματος στην αποσύνδεση.
Όπως αναφέρεται στο άρθρο 18: «Μετά το πέρας του ωραρίου του ο τηλεργαζόμενος έχει δικαίωμα να αποσυνδέεται από τα μέσα πληροφορικής και επικοινωνίας που χρησιμοποιεί για την εκτέλεση των καθηκόντων του». Στα σχόλια των πολιτών στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών κάποιοι καυτηριάζουν τη διατύπωση «έχει δικαίωμα να» (δεν θεσμοθετείται η υποχρεωτικότητα της τήρησης του ωραρίου) και κάποιοι άλλοι συνολικά την «προσπάθεια του νομοθέτη να εγκλωβίσει την τηλεργασία στα καλούπια διοικητικής λειτουργία-ελέγχου περασμένων αιώνων». Σε γενικές γραμμές, το έτσι κι αλλιώς ευαίσθητο δικαίωμα στην αποσύνδεση αντιμετωπίστηκε επιδερμικά, οπότε αντί να προσφέρουν λύσεις, οι νέες διατάξεις προσέθεσαν μερικές ακόμα τρύπες στον πρόσφατο εργασιακό νόμο. Και όλα αυτά, βέβαια, αφορούν αποκλειστικά στον δημόσιο τομέα. Για τους εργαζόμενους στην ελεύθερη αγορά δεν γίνεται κάποια αναφορά.
Το θεμελιώδες πρόβλημα, σύμφωνα με τον Λουκά Αποστολίδη, νομικό με ειδίκευση στις εργασιακές σχέσεις και πρώην βουλευτή και υφυπουργό Εθνικής Άμυνας, είναι ότι ο περίφημος νόμος Χατζηδάκη δεν έχει ενσωματώσει πλήρως την ευρωπαϊκή οδηγία, αλλά κάποια μόνο σημεία της. «Η οδηγία του ευρωκοινοβουλίου για το δικαίωμα της αποσύνδεσης συνοδεύεται από 14 άρθρα ουσίας. Τα συνδικάτα, πχ, έχουν λόγο στη διαμόρφωση του πλαισίου. Εδώ τα συνδικάτα βγήκαν από τη συζήτηση, δεν έγινε καν δημόσια διαβούλευση».
Σοβαρό θέμα σε βάρος των εργαζομένων αποτελεί το ζήτημα της «συναίνεσης» στις επιπρόσθετες ώρες τηλεργασίας και η σύνδεσή της με τα ρεπό. «Πρακτικά, ο εργοδότης μπορεί να μετατρέπει ένα τετράωρο σε εξάωρο κατά βούληση (τέσσερις ώρες “κανονικό” ωράριο και δύο επιπρόσθετες), να υποχρεώνει τον εργαζόμενο να δουλέψει το Σαββατοκύριακο και να του δώσει ένα ρεπό τη Δευτέρα». Προβληματική για τον κ. Αποστολίδη εμφανίζεται και η πρακτική εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας: «Ποιος μου απαγορεύει να έχω μια ειδική σχέση με τον εργοδότη μου; Να χτυπάω την ψηφιακή κάρτα στην ΕΡΓΑΝΗ και μετά να συνεχίσω να εργάζομαι; Ποιος θα με ελέγξει;».
“Σύμφωνα με το Eurofound, του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για την Υγιεινή και Ασφάλεια, οι Έλληνες εργαζόμενοι δουλεύουν περισσότερες από 48 ώρες την εβδομάδα (το «ταβάνι» του θεσμοθετημένου εργάσιμου χρόνου στην Ευρώπη) σε ποσοστό 37.1%. “
Ακολουθεί η Ρουμανία με ποσοστό υπερεργασίας 29.1% και άλλες ανατολικές χώρες, ενώ για στις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες τα ποσοστά των πολιτών που αγγίζουν ή ξεπερνούν το 48ωρο είναι από 9% ως 12%. «Η παραβίαση του ωραρίου στην Ελλάδα είναι τρεις φορές μεγαλύτερη σε σχέση με τις χώρες της ευρωζώνης», σχολιάζει ο Λουκάς Αποστολίδης, υπογραμμίζοντας μια ακόμα δομική ανωμαλία του νέου νομικού πλαισίου που ισχύει στη χώρα μας: «Αντίθετα με όσα ορίζει η ευρωπαϊκή οδηγία, εδώ ο εργαζόμενος που θέλει να καταγγείλει έναν εργοδότη που τον απέλυσε επειδή άσκησε το δικαίωμά του στην αποσύνδεση ή δεν δέχτηκε τις παραβιάσεις του ωραρίου του, θα πρέπει να καταφύγει στη δικαιοσύνη. Το πιο πιθανό είναι να δικαιωθεί, αλλά με τη γνωστή καθυστέρηση των ελληνικών δικαστηρίων. Επιπλέον, με βάση τα όσα προβλέπει ο νέος νόμος, θα πάρει κάποια αποζημίωση -τα μισά χρήματα περίπου απ’ όσα θα έπαιρνε με την προηγούμενη νομοθεσία- αλλά ο εργοδότης δεν θα έχει την υποχρέωση να τον ξαναπροσλάβει. Ποιος, λοιπόν, θα τολμήσει να κάνει καταγγελία μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο;».
Αύριο θα είναι μια εντελώς διαφορετική μέρα
Η πρώτη χώρα η οποία επιχείρησε να αναπροσαρμόσει την εργασιακή της νομοθεσία στα δεδομένα της τηλεργασίας και της δουλειάς από το σπίτι, είναι η Ιρλανδία. Στις νέες διατάξεις, που προστέθηκαν στον ισχύοντα νόμο μετά την εμπειρία του λοκντάουν και τέθηκαν σε εφαρμογή στις 07/04/2021, γίνεται ισότιμη αναφορά στο δικαίωμα των τηλεργαζομένων και όσων εργάζονται με ευέλικτο ωράριο να μπορούν να εξισορροπήσουν την επαγγελματική και την ιδιωτική τους ζωή, διαχωρίζοντας τις με σαφήνεια.
Ο ιρλανδικός νόμος προστατεύει (στη θεωρία) ακόμα και τους εργαζόμενους οι οποίοι δουλεύουν στο εξωτερικό, σε χώρες με διαφορετική ώρα από την έδρα της εταιρείας. Επιπλέον, συστήνει σε διευθυντές και στελέχη να επιβάλουν οι ίδιοι, υποχρεωτικά, την αποσύνδεση σε υπαλλήλους οι οποίοι συνηθίζουν να υπερβαίνουν το ωράριό τους. Ο πρωθυπουργός της Ιρλανδίας, Λίο Βαράντκαρ προσέθεσε και την παράμετρο ότι ο νέος εργασιακός νόμος θα περιορίσει αισθητά και τη δωρεάν εργασία, αφού, όπως εξήγησε, «όλο και περισσότεροι νέοι υποχρεώνονται να δουλεύουν χωρίς σύμβαση και χωρίς χρηματική αμοιβή από το σπίτι, προκειμένου να προσληφθούν σε ένα αόριστο μέλλον».
Σε πρώτη φάση, πάντως, το νομικό update της Ιρλανδίας δεν αποδεικνύεται επαρκές, ούτε λειτουργικό, χωρίς να ευθύνονται γι’ αυτό οι Ιρλανδοί συνταγματολόγοι. Φαίνεται ότι ακόμα και όταν υπάρχουν καλές προθέσεις απ’ όλες τις πλευρές -της εργοδοσίας συμπεριλαμβανομένης- στην πράξη, το δικαίωμα στην αποσύνδεση συγκρούεται ευθέως με το δικαίωμα στο flexibility, την εργασιακή ευελιξία. Καλώς ή κακώς, η πανδημία επιτάχυνε ρεύματα και τάσεις που έχουν ήδη διαμορφώσει ένα τοπίο – έναν νέο -ψηφιακό- χώρο εργασίας και μια σύγχρονη πραγματικότητα, η οποία καθιστά ανεπαρκείς και παρωχημένους ακόμα και τους νόμους που ψηφίστηκαν για να προλάβουν αυτήν την καινούρια εποχή.
Θέλοντας να περιγράψει τη μεγάλη εικόνα, ο Λουκάς Αποστολίδης (ετοιμάζει κι ένα βιβλίο με σχετικό θέμα και με τον γλυκόπικρο τίτλο «Η εργατική τάξη πάει στον Παράδεισο») εκτιμά ότι αφήνουμε πίσω μας τον βιομηχανικό τρόπο παραγωγής και εργασίας και τις συλλογικότητες που αυτός γέννησε και μεταβαίνουμε σε μια εποχή κατά την οποία η τηλεργασία θα κυριαρχήσει και θα επιβάλει νέα χαρακτηριστικά, ατομικά και κοσμοπολίτικα, που θα υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα, τους συμβατικούς χώρους και τις συνθήκες εργασίας. «Στο πρώτο μεταβατικό διάστημα, θα δούμε τον εργασιακό χώρο να κατακερματίζεται και την εργασία να μετατρέπεται στο πιο φθηνό εμπόρευμα στον πλανήτη», εκτιμά με μεγάλη δόση απαισιοδοξίας ο κ. Αποστολίδης. «Το τοπίο τελικά θα το καθορίσουν οι σύγχρονοι ψηφιακοί νομάδες, που στα επόμενα χρόνια θα αποτελούν το 15%-20% του εργατικού δυναμικού και μεσοπρόθεσμα θα βγουν ευνοημένα τα κράτη που θα μπορέσουν να τους αξιοποιήσουν».
Πιο άμεσα και για τη δική μας χώρα, οι σκέψεις του είναι εξίσου σκοτεινές. «Πολύ φοβάμαι ότι η κυβερνητική πολιτική στον τομέα των εργασιακών και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων μας μετατρέπει σε βαλκανική χώρα. Αντί να αναβαθμίσουμε το κοινωνικό μας προφίλ, με στόχο να αγγίξουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, κατευθυνόμαστε ολοταχώς και χωρίς φρένα προς το βαλκανικό πρότυπο. Από τη στιγμή, βέβαια, που υπάρχουν οι ευρωπαϊκές οδηγίες, που έχουν υπερνομική ισχύ, οι Έλληνες εργαζόμενοι που διαμαρτύρονται και καταγγέλλουν θα δικαιώνονται στα δικαστήρια, αλλά αυτό ήδη αποτελεί συνταγματικό πρόβλημα. Από το 2015 και μέχρι σήμερα τίποτα δεν κερδήθηκε από εργαζόμενο ή συνταξιούχο χωρίς δικαστική απόφαση».
Ο Κωνσταντίνος Δ. είναι απαισιόδοξος ως προς τη νομική προστασία του δικαιώματος στην αποσύνδεση -«Από τη στιγμή που δεν υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες για τους εργαζόμενους, θα καταστρατηγηθεί όπως όλα τα άλλα δικαιώματα»- αλλά ευελπιστεί ότι αργά ή γρήγορα η αγορά θα αυτορυθμιστεί. «Για τα επαγγέλματα στα οποία εκ των πραγμάτων δεν γίνεται να τηρηθεί κάποιο συγκεκριμένο ωράριο, θα πρέπει ενδεχομένως η -προσδοκώμενη και μάλλον προαπαιτούμενη- υπερεργασία να συνυπολογίζεται στην αμοιβή του εργαζόμενου. Είναι κάτι τόσο σημαντικό όσο το δώρο, η άδεια κλπ». Από εκεί και πέρα, εκτιμά ο Κωνσταντίνος, θα φανεί ότι είναι προς το συμφέρον όλων των πλευρών να υπάρχει αλληλοσεβασμός και συνεργασία: «Εγώ ο ίδιος οφείλω να προστατεύσω τον εργαζόμενό μου και να μην τον κάψω, γιατί στην τελική καίω την ίδια μου τη δουλειά».
Αυτή περίπου είναι η γραμμή σκέψης που επικρατεί σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες. Η Έιλιν Σκόφιλντ, διακεκριμένη εργατολόγος στο Ηνωμένο Βασίλειο, την εκφράζει ως εξής: «η πανδημία όντως διαμόρφωσε ή καθιέρωσε νέες εργασιακές συνθήκες, αλλά όλοι αναγκαστήκαμε να προσαρμοστούμε σ’ αυτές με τον πιο σκληρό τρόπο, σε μια κατάσταση πανικού. Ίσως πρέπει να περιμένουμε να περάσει οριστικά ο αντίκτυπος της πανδημίας και μετά να επιτρέψουμε σε εργοδότες και εργαζόμενους να ορίσουν από κοινού τη “νέα κανονικότητα” της δουλειάς τους».
Η σκέψη ότι μια εταιρεία θα πρέπει στο εξής να προστατεύσει τους υπαλλήλους της γιατί αυτό είναι το καλύτερο που έχει να κάνει, ενέχει έναν πολύ γοητευτικό ρομαντισμό, αλλά οδηγεί αυτομάτως και σε τρομακτικούς συνειρμούς. Η λαϊκή μας σοφία θα έβλεπε εδώ μια κλασική περίπτωση στην οποία ο λύκος καλείται να φυλάξει τα πρόβατα. Θα ήταν, όμως, το ίδιο επιφυλακτικός ο παραδοσιακός μας θυμόσοφος, αν ήξερε ότι τα πρόβατα δεν θα βρίσκονταν κλεισμένα στο μαντρί, αλλά θα βοσκούσαν το καθένα μόνο του, όπου γουστάρει, πολλά χιλιόμετρα μακριά από τον λύκο;
Αυτό είναι κάτι που δεν το ξέρουμε, αλλά θα το μάθουμε σύντομα, θέλουμε δεν θέλουμε. Θα μας δώσει ίσως κάποιες πρώτες απαντήσεις η Πηνελόπη Ζ. όταν γυρίσει από τις διακοπές στο νησί, πολλά μίλια μακριά από το μαντρί, στις οποίες θα έχει δουλέψει «για μερικές ώρες». Απαντήσεις θα πάρουμε απ’ όλα τα παιδιά της δικής της γενιάς. Από τους νέους εργαζόμενους, οι οποίοι μετά από δέκα χρόνια κρίσης κι έπειτα από ενάμιση χρόνο περιορισμών και αναστολής, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τους λύκους όχι ως πρόβατα, αλλά ως εκείνοι που επί της ουσίας διαμόρφωσαν το τοπίο και που σίγουρα θα καθορίσουν τα όρια του βοσκότοπου τα επόμενα χρόνια.