Να επενδύσω τώρα στο home office; Να περιμένω να επιστρέψω στο γραφείο; Ή να αφήσω τον νόμο ν’ αποφασίσει για μένα;
Στην έναρξη τώρα πια του τρίτου lockdown τα συναισθήματα είναι ανάμικτα. Από τη μια μεριά η κόπωση είναι φανερή σε όλους μας: Παππούδες και γιαγιάδες, γονείς και singles, πιτσιρικάδες και μαθητές, όλοι έχουμε φτάσει σε οριακό σημείο με τον αναγκαστικό εγκλεισμό μας στο σπίτι. Πολλοί αντιμετωπίζουμε πρόβλημα στην εργασία μας, μακριά από τις συνηθισμένες μας παραγωγικές δραστηριότητες εδώ και ένα χρόνο τώρα πια και με τα έξοδα να τρέχουν σχεδόν κανονικά. Από την άλλη μεριά, υπάρχει επίσης έντονο και το αίσθημα της προσμονής, ότι αυτό θα είναι το τελευταίο lockdown και ότι σύντομα με τον εμβολιασμό όλων θα επανέλθουμε στην κανονικότητα.
Ποια θα είναι όμως αυτή η κανονικότητα, στον εργασιακό τουλάχιστον τομέα; Θα είναι νέα ή θα επιστρέψουμε στην παλιά; Πρακτικά δηλαδή σκεπτόμενος, αξίζει να αγοράσει κανείς τώρα καινούργια οθόνη και εργονομική καρέκλα για το γραφείο στο σπίτι, αν και το απέφυγε τόσο καιρό; Ή είναι καλύτερα να κάνει λίγη ακόμα υπομονή μέχρι να επιστρέψει στο γραφείο;
Προφανώς, αυτό το άρθρο αφορά τις δουλειές γραφείου. Για όσους δεν μπορούν έτσι ή αλλιώς να απομακρυνθούν από τους χώρους εργασίας τους (καταστήματα, εργοστάσια, ο δημόσιος τομέας που έρχεται σε επαφή με τον πολίτη, οι γιατροί) δεν τίθεται θέμα. Οι περισσότεροι άλλωστε από όσους ανήκουν σε αυτή την κατηγορία εργάζονται και αυτή την περίοδο λιγότερο ή περισσότερο κανονικά, τα lockdown δεν τους επηρέασαν.
Όλοι οι υπόλοιποι διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Εκείνοι που μπορούν να τηλε-εργαστούν εν μέρει και εκείνοι που μπορούν να τηλε-εργαστούν πλήρως. Οι πρώτοι, εκείνοι δηλαδή που μπορούν να τηλε-εργαστούν εν μέρει, είναι για παράδειγμα οι δικηγόροι: Δεν είναι ανάγκη κάθε ημέρα της εβδομάδας να πηγαίνουν στο γραφείο τους. Το ίδιο και οι λογιστές. Το ίδιο και οι δημοσιογράφοι.
Να τηλε-εργαστούν πλήρως μπορούν όλοι όσοι κάνουν back-office εργασίες, δηλαδή εργάζονται σε εσωτερικές ομάδες στον οργανισμό τους και έτσι έρχονται σε μηδενική ή ελάχιστη ή πάντως πλήρως ελεγχόμενη (πότε και που) επαφή με πελάτες ή με πολίτες. Σχεδόν όλα τα μεσαία στελέχη επιχειρήσεων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
Όλες τις παραπάνω διαπιστώσεις μπορούσε κανείς να τις κάνει εδώ και καιρό, όμως τις επέβαλε ο κορωνοϊός. Η πανδημία, εκτός από όλα τα άλλα, προκάλεσε ένα τεράστιο, παγκόσμιο ψηφιακό τσουνάμι στους χώρους εργασίας. Μπορεί εδώ και χρόνια όλες οι επαγγελματικές μας εφαρμογές να διαφήμιζαν τα collaboration tools τους, όμως ελάχιστοι τα χρησιμοποιούσαν αφού ο συνάδελφος βρισκόταν στο δίπλα γραφείο. Μπορεί στο Λονδίνο ή σε μια-δυο εταιρείες στην Ελλάδα προ κορωνοϊού να εφαρμόζονταν τηλεργασία και clean desk policies, όμως όλα αυτά αποτελούσαν επιστημονική φαντασία για όλους τους υπόλοιπους. Τώρα αναγκαστικά όλα τα παραπάνω εφαρμόστηκαν στην πράξη.
“Ο καταλύτης του ψηφιακού άλματος στους χώρους εργασίας δεν ήταν ούτε το cloud, ούτε τα social media, ούτε καν το ίντερνετ. Ήταν ο κορoνοϊός”
Δύο δρόμοι μπροστά μας
Και τώρα; Τώρα, όταν με το καλό έρθει η «κανονικοποίηση» έχουμε να διαλέξουμε μεταξύ δύο δρόμων μπροστά μας: Ο ένας είναι ο συναισθηματικός και ο άλλος είναι ο νομικός. Ιδανικά οι δύο συμπίπτουν, στην πράξη όμως σπάνια συμβαίνει αυτό.
Ο συναισθηματικός δρόμος θα αφήσει καθέναν μας να διαλέξει. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Σε άλλους αρέσει το σπίτι τους ενώ άλλοι δεν βλέπουν την ώρα να κλείσουν την πόρτα πίσω τους. Άλλοι βολεύονται με ένα laptop στο τραπέζι της κουζίνας ενώ άλλοι χρειάζονται πλήρως εξοπλισμένο home office που να είναι ίδιο με εκείνο του γραφείου. Επομένως, αν μας αφήσουν ελεύθερους να διαλέξουμε, καθένας μας θα κάνει ακριβώς αυτό. Κάποιοι δικηγόροι θα πηγαίνουν κάθε μέρα γραφείο ενώ κάποιοι άλλοι θα εφαρμόσουν πολιτική μιας ή δύο ημερών στο σπίτι. Κάποιοι λογιστές ή δημοσιογράφοι το ίδιο. Η τεχνολογία εδώ δίνει τη δυνατότητα της επιλογής, διευκολύνει – αν δεν υπάρξει εξαναγκασμός καθένας θα είναι ελεύθερος να τραβήξει τον δρόμο του.
Ο εξαναγκασμός έρχεται μέσω του νόμου, ή έστω μέσω τον κανόνων στους χώρους εργασίας. Οι εργοδότες είναι πολύ πιθανό να έχουν ήδη διαπιστώσει τα οφέλη της τηλεργασίας: Μικρότεροι χώροι γραφείων κάτι που σημαίνει σημαντικά μικρότερα έξοδα. Αύξηση των επιλογών προσλήψεων από όλη την Ελλάδα, αφού η εργασία δεν παρέχεται αναγκαστικά τοπικά. Και οι δύο παράγοντες είναι αρκετά σημαντικοί ώστε η τηλεργασία για συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων να γίνει αναγκαστική και όχι επιλογή τους.
Και ο νόμος; Ο νόμος μπορεί να κάνει αναγκαστική την τηλεργασία προκειμένου, για παράδειγμα, να βοηθήσει το περιβάλλον. Ή την απασχόληση. Ή την αποκέντρωση. Ή προκειμένου να σπρώξει την ελληνική κοινωνία προς την ψηφιοποίηση.
“Η εφαρμογή της τηλεργασίας έχει αναδείξει πλήθος ζητημάτων που χρειάζονται, συχνά επείγουσα, νομοθετική παρέμβαση”
Μπορούν οι κανόνες, οι νόμοι, να διευκολύνουν; Να προσφέρουν μια δυνατότητα, χωρίς εξαναγκασμό; Φυσικά και μπορούν. Η τηλεργασία έχει αναδείξει ένα σωρό ζητήματα που χρειάζονται, συχνά επείγουσα, νομοθετική παρέμβαση. Τα δικαιώματα των εργαζομένων πρέπει, για παράδειγμα, να προστατευτούν: Το γεγονός ότι εργάζονται στο σπίτι δεν σημαίνει ότι πρέπει το γραφείο να μεταφερθεί στο σπίτι τους, δηλαδή να έχουν διαρκώς τον εργοδότη τους πάνω από το κεφάλι τους. Ούτε ότι επειδή δεν πηγαίνουν γραφείο οφείλουν να είναι διαθέσιμοι μέρα-νύχτα για τηλε-διασκέψεις, κλήσεις στα κινητά ή ανταλλαγή e-mails. Ή, ότι η παραγωγικότητά τους πλέον θα μετριέται με αυτοματοποιημένα εργαλεία παρακολούθησης.
Εξίσου σημαντική είναι η προσαρμογή του νόμου στα νέα δεδομένα. Η μερική απασχόληση δύσκολα συνδυάζει δύο εργοδότες στην «πραγματική ζωή», όμως στο ψηφιακό περιβάλλον ο ίδιος εργαζόμενος με πολύ μεγαλύτερη ευκολία μπορεί να ανταπεξέλθει σε δύο, ή περισσότερες, θέσεις εργασίας, αφού δεν θα έχει υποχρέωση μετακίνησης. Ο νόμος οφείλει να προσφέρει τη δυνατότητα πολλαπλών απασχολήσεων άκοπα. Δεν έχει νόημα να τηλε-εργάζεσαι και ταυτόχρονα να επιβαρύνεσαι με τους παραδοσιακούς περιορισμούς ενός παλαιού τύπου εργασιακού περιβάλλοντος.
Τι από τα παραπάνω θα συμβεί; Αν χρησιμοποιήσω το παρελθόν ως δείκτη προβλέπω έναν συνδυασμό των παραπάνω με χαρακτηριστική καθυστέρηση για την Ελλάδα. Ή, αλλιώς, θα αφήσουμε το συναίσθημα για άλλη μια φορά να μας παρασύρει: Άλλοι θα επιστρέψουν στα γραφεία τους και άλλοι όχι, αναλόγως των τυχαίων κάθε φορά προτιμήσεων κάθε εργοδότη. Ο νόμος στην Ελλάδα ούτε θα διευκολύνει ούτε θα ακολουθήσει, απλά θα αδρανήσει. Όταν μετά από πέντε-δέκα χρόνια γίνει μέτρηση του παγκόσμιου δείκτη τηλεργασίας και διαπιστώσουμε ότι πάλι καταλαμβάνουμε τον πάτο της Ευρώπης τότε μόνο μπορεί να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ότι ίσως θα ήταν μια καλή ιδέα να αντιγράψουμε τους άλλους και να αρχίσουμε επιτέλους να τηλε-εργαζόμαστε με σύστημα.
Τι θα μπορούσε ίσως να συμβεί; Η τηλεργασία να αποτελέσει εθνικό στόχο. Με αναγκαστική εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, περιλαμβανομένου του Δημοσίου. Με αναγκαστική απασχόληση προσωπικού, εκ περιτροπής ή κυρίως, με αυτόν τον τρόπο. Και, προφανώς, με πλήρη νομική κάλυψη και διευκόλυνση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Με αυτόν τον τρόπο και η απασχόληση θα αυξανόταν, και η αποκέντρωση θα διευκολυνόταν, και το περιβάλλον θα προστατευόταν καλύτερα. Επιπλέον, η Ελλάδα επιτέλους θα έκανε ψηφιακό άλμα μπροστά, αντί να προσπαθεί αγκομαχώντας να καλύψει τα αυτονόητα.
Επομένως, να αγοράσει κανείς σήμερα εργονομική καρέκλα γραφείου για το σπίτι του; Λογικά σκεπτόμενος θα έλεγα όχι. Συναισθηματικά σκεπτόμενος θα ήθελα να πω ναι. Υποθέτω ότι τελικά είναι θέμα προσωπικότητας: Αγοράζετε πράγματα που ίσως χρειαστείτε στο μέλλον, μπορεί όμως και να μείνουν στην αποθήκη σας για πάντα; Ή παίρνετε τη ζωή όπως σας τα φέρει κάθε φορά;