Τα 5G δίκτυα συνιστούν ένα σημείο καμπής και μετά από 15 χρόνια πίεσης των τηλεπικοινωνιακών παρόχων ίσως οι ΟΤΤ να κληθούν σύντομα να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη των υποδομών. Είναι εφικτό ένα τέτοιο σενάριο;
Οι λέξεις που βλέπεις μπροστά στα μάτια σου ξεκίνησαν το ταξίδι τους από έναν server στην Ευρώπη, ίσως πέρασαν από κάποια εγκατάσταση, της Meta (Facebook), της Microsoft (είμαστε και στο LinkedIn, μην ξεχνάς) ή της Alphabet (λέγε με Google) και σχηματίστηκαν στην οθόνη σου περνώντας από ένα δίκτυο που πληρώνεις για να το χρησιμοποιείς ή από κάποιο δωρεάν δημόσιο δίκτυο.
Στα λεπτά που θα χρειαστεί για να φτάσεις ως το τέλος του κειμένου, είναι πιθανό να λάβεις ενημερώσεις για μια νέα αλληλεπίδραση σε κάποιο από τα κοινωνικά δίκτυα που χρησιμοποιείς ή για κάποιο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Μπορεί να δεχθείς μια κλήση μέσω WhatsApp ή Viber, μπορεί να χτυπήσει και το συμβατικό σου τηλέφωνο, δίνουμε ελάχιστες πιθανότητες να λάβεις SMS.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία ο ρόλος των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών που χρησιμοποιείς είναι περιορισμένος. Ναι, σίγουρα εκτιμάς τις υποδομές τους όταν αυτό το κείμενο, ένα βίντεο από το Netflix ή το Disney+ ή κάποια τηλεδιάσκεψη -σε μια από τις ουκ ολίγες πλατφόρμες που μάθαμε στη διάρκεια της πανδημίας- λειτουργούν απρόσκοπτα. Όπως εκτιμάς τους αυτοκινητοδρόμους της χώρας που έχουν μειώσει τις αποστάσεις.
Ο παραλληλισμός με τις οδικές μεταφορές σταματά εδώ. Δεν θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς τις εταιρείες διαχείρισης αυτοκινητοδρόμων να στήνουν καβγά με τις εταιρείες μεταφορών για το ύψος των διοδίων. Αλλά αυτή η ισορροπία στις μεταφορές δεν ισχύει στις ψηφιακές επικοινωνίες, όπου η πολύμηνη παρασκηνιακή διελκυστίνδα μεταξύ των τηλεπικοινωνιακών παρόχων και των παρόχων ψηφιακών υπηρεσιών απέχει ελάχιστα από το να εξελιχθεί σε ανοικτό πόλεμο με εμπλοκή πολιτικών παραγόντων και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γρήγορη αναδρομή
Από την αυγή της κινητής τηλεφωνίας είχε φανεί πως άλλα τα σχέδια και οι προτεραιότητες των παρόχων και άλλη η πραγματικότητα. Τη δεκαετία του ’90 οι περισσότερες εταιρείες κινητής τηλεφωνίας είδαν με έκπληξη τους πελάτες τους να ανακαλύπτουν (και να χρησιμοποιούν) τις υπηρεσίες γραπτών μηνυμάτων. Λίγο αργότερα στην τρίτη γενιά κινητής τηλεφωνίας, εμφάνιζαν τις υποδομές ως ιδανικό πεδίο για βιντεοκλήσεις. Ο κόσμος δεν συγκινήθηκε ιδιαίτερα, έδειξε κάποιο σχετικό ενδιαφέρον στα πολυμεσικά μηνύματα (MMS) αλλά οι προσδοκίες που προκάλεσε το 3G δεν επιβεβαιώθηκαν, τουλάχιστον όχι ως το 2007 όταν το πρώτο iPhone άλλαξε τους κανόνες όχι μόνο σε επίπεδο συσκευής αλλά και σε επίπεδο χρήσης. Είναι γεγονός πως άλλες εταιρείες είχαν επιχειρήσει να δημιουργήσουν περιβάλλοντα εφαρμογών, όπως π.χ. η Nokia που προσπαθούσε -ματαίως- να βρει μια θέση στην αγορά για το δικό της λειτουργικό σύστημα, το Symbian. Όμως η Apple είχε σαφώς καλύτερο σχέδιο.
Η επέλαση των εφαρμογών συνέπεσε με την λαμπερή εμφάνιση των ψηφιακών κοινωνικών δικτύων στο προσκήνιο και σταδιακά ο ρόλος των κλασικών παρόχων υποχώρησε σε εκείνον του αγωγού μεταφοράς δεδομένων. Οποιαδήποτε απόπειρα δημιουργίας ενός περιβάλλοντος εφαρμογών, με πιο πείσμονα ίσως εκείνη του i-mode, κατέρρευσε. Κάποιοι, ωστόσο, είχαν αντιληφθεί τις τάσεις σωστά. Η Ericsson είχε εκτιμήσει σε σχετικώς ανύποπτο χρόνο πως στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα ο όγκος των δεδομένων θα ξεπερνούσε εκείνον της φωνής στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας. Έπεσε λίγο έξω χρονικά λόγω εξωγενών παραγόντων – της οικονομικής ύφεσης του 2008. Σε πιο πρόσφατες εκτιμήσεις της η Ericsson αναφέρει πως σε παγκόσμια βάση η μηνιαία χρήση δεδομένων ανά smartphone θα ξεπεράσει τα 15 GB φέτος.
Το πάθημα ίσως γίνεται μάθημα
Με αλματώδη ρυθμό εδώ και περίπου 15 χρόνια οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών κερδίζουν κατά κράτος τους παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Οι τελευταίοι εγκαθιστούν διαρκώς νέες υποδομές για να εξυπηρετήσουν τις αυξανόμενες ανάγκες των πελατών τους σε υπηρεσίες που παρέχουν οι πρώτοι.
Σαν να μην έφτανε αυτό, εταιρείες όπως η Meta και η Google αναπτύσσουν τα δικά τους δίκτυα τηλεπικοινωνιακών υποδομών για να αυξήσουν την ανεξαρτησία τους έναντι των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών. Οι διαβουλεύσεις που έχουν γίνει -όσες έχουν γίνει- στο παρασκήνιο δεν έχουν αποδώσει. Είναι σαφές πως οι πάροχοι των ψηφιακών υπηρεσιών (γνωστοί και ως Over The Top ή ΟΤΤ) έχουν το πάνω χέρι.
Η ανάπτυξη της 5ης γενιάς κινητής τηλεφωνίας όμως φαίνεται να αποτελεί το σημείο καμπής ή, έστω, το σημείο που οι παραδοσιακοί τηλεπικοινωνιακοί οργανισμοί προσπαθούν να πουν «φτάνει πια».
Στις αρχές του καλοκαιριού ένα δημοσίευμα του συνήθως καλά πληροφορημένου Politico ανέφερε πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδιάζει ένα νέο νομικό πλαίσιο που θα υποχρεώνει τους ΟΤΤ να συμβάλουν -με κάποιον τρόπο- στο κόστος ανάπτυξης των τηλεπικοινωνιακών δικτύων. Η Επιτροπή θα παρουσιάσει έναν Νόμο για τις Υποδομές Διασυνδεσιμότητας, που θα προβλέπει πως οι ΟΤΤ θα συνεισφέρουν οικονομικά στην ανάπτυξη των δικτύων 5ης γενιάς.
Ταυτόχρονα, ο νέος νόμος θα εισάγει τρόπους για τη μείωση του κόστους ανάπτυξης των ευρυζωνικών δικτύων. Κάποια μηνύματα προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις είχαν σταλεί από τον Μάιο, όταν σε συνέντευξη στη γαλλική εφημερίδα Les Echos ο επίτροπος Thierry Breton έκανε λόγο για μια «δίκαιη συνεισφορά» των ΟΤΤ στην ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιακών δικτύων.
Σχεδόν την ίδια χρονική στιγμή, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δημοσίευσε τις θέσεις του για το πρόγραμμα πολιτικής 2030 «Πορεία προς την Ψηφιακή Δεκαετία». Στη διαπραγματευτική του θέση (πρόκειται για το κείμενο όπου το Συμβούλιο διατυπώνει τις θέσεις του ενόψει των συζητήσεων με την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την τελική διαμόρφωση της νομοθεσίας) αναφέρεται πως όλοι οι φορείς της αγοράς που επωφελούνται από τον ψηφιακό μετασχηματισμό να αναλάβουν τις κοινωνικές τους ευθύνες και να συνεισφέρουν με δίκαιο και αναλογικό τρόπο στο κόστος των δημοσίων αγαθών, υπηρεσιών και υποδομών.
Δεν είναι όλοι χαρούμενοι
Αντίδραση από τα μεγάλα ονόματα του διαδικτύου δεν έχει καταγραφεί μέχρι στιγμής. Meta, Alphabet, Amazon, Apple, Microsoft και λοιπές μεγάλες δυνάμεις δεν έχουν τοποθετηθεί επί του θέματος, τουλάχιστον όχι επισήμως.
Αντίθετα, ο οργανισμός Mozilla, γνωστός κυρίως από τον browser Firefox, προχώρησε στη δημοσίευση ανοικτής επιστολής όπου υποστηρίζει πως τα μέτρα χρηματοδότησης που επεξεργάζονται οι Βρυξέλλες είναι ανησυχητικά. Συνιστούν, προσθέτει, παραβίαση της δικτυακής ουδετερότητας στην υπεράσπιση της οποίας η Ευρώπη είναι από τους πρωτοπόρους.
Τυχόν έγκριση της υπό εξέταση πολιτικής, αναφέρει ο οργανισμός, θα έχει επιβλαβείς συνέπειες σε καταναλωτές και δημιουργούς. «Για παράδειγμα, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές θα πλήρωναν αναπόφευκτα περισσότερα για την πρόσβαση, καθώς οι διαδικτυακές υπηρεσίες θα μετακυλούσαν [στους καταναλωτές] το υψηλότερο κόστος. Και οι μικρότερες επιχειρήσεις θα δυσκολεύονταν να επωμιστούν τις εισφορές που θα μπορούσαν ευκολότερα να πληρώσουν οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας», αναφέρει η επιστολή που υπογράφεται από την αντιπρόεδρο του Mozilla, Ashley Boyd. Ωστόσο από τις προθέσεις των ευρωπαϊκών οργάνων δεν προκύπτει υποχρέωση συνεισφοράς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και αν υπάρχει κάτι που λειτουργεί ως ένδειξη προθέσεων θα πρέπει να κοιτάξουμε στο νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο για τις ψηφιακές αγορές και υπηρεσίες.
Σε αυτό το πλαίσιο, ως μεγάλοι πάροχοι με αυξημένες υποχρεώσεις έναντι του νόμου είναι εκείνοι με περισσότερους από 45 εκατ. χρήστες. Ίσως ένα παρόμοιο μέτρο να εφαρμοστεί και στο υπό συζήτηση νομοθέτημα, εφόσον φυσικά περάσει τις συμπληγάδες των ομάδων πίεσης που κατοικοεδρεύουν στις Βρυξέλλες.
Κρίνοντας από την επιστολή του οργανισμού Mozilla οι εταιρείες των ψηφιακών υπηρεσιών θα επιχειρήσουν να πετύχουν ακύρωση ή έστω αποδυνάμωση του υπό συζήτηση νόμου ή να προσφέρουν ανταλλάγματα, όπως επενδύσεις σε χώρες της Ε.Ε. ειδικά σε εκείνες που «διψούν» για ψηφιακές υποδομές υψηλών επιδόσεων.
Στη χώρα μας διεξάγεται μια άλλη συζήτηση που αφορά στη φορολόγηση των εταιρειών streaming στο πρότυπο της φορολόγησης των υπηρεσιών συνδρομητικής τηλεόρασης, που φέτος θα εισφέρει στα κρατικά ταμεία μόλις 10 εκατ. ευρώ. Οι δύο πάροχοι -Cosmote και Nova- θεωρούν πως η μη φορολόγηση υπηρεσιών όπως είναι το Netflix ή το Disney+ δίνει σε αυτές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ωστόσο, το συγκεκριμένο ζήτημα φαίνεται να εντάσσεται στο ευρύτερο θέμα της φορολόγησης των πολυεθνικών εταιρειών, το οποίο σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει σκοντάψει στο ουγγρικό βέτο.
Ο δρόμος για την υποχρέωση των OTT να συνεισφέρουν στο κόστος ανάπτυξης των υποδομών θα είναι μακρύς. Αλλωστε η εμπειρία έχει δείξει πως η διαδικασία λήψης αποφάσεων στην Ευρώπη σπανίως χρησιμοποιεί την ταχύτερη λωρίδα κυκλοφορίας.