Ένας σκληρός πόλεμος που μάλλον θα καθορίσει τη μορφή του διαδικτύου και των online υπηρεσιών για τα επόμενα χρόνια.
Συνεχίζοντας μια μακροχρόνια παράδοση υπογείων διαβουλεύσεων που θα έκαναν τους παρασκηνιακούς συμβούλους του Βυζαντίου και της Ρώμης υπερήφανους για την κληρονομιά που παρέδωσαν, οι ευρωπαϊκές εταιρείες τηλεπικοινωνιών και οι -ως επί το πλείστον αμερικανικές- εταιρείες ψηφιακών υπηρεσιών προσπαθούν να κερδίσουν πόντους σε ένα παιχνίδι που θα μπορούσε να έχει τίτλο «Ποιος πληρώνει τον βαρκάρη».
Τον ρόλο του διαιτητή παίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που από τα πρώτα δευτερόλεπτα της νέας αναμέτρησης καλείται να αποδείξει ότι είναι πράγματι ανεξάρτητη. Οι χρήστες του διαδικτύου βρισκόμαστε σε ρόλο θεατή, αν και αυτή η αναμέτρηση μας επηρεάζει περισσότερο από ό,τι ίσως τολμούμε να φανταστούμε.
Το πάρτι… των εφαρμογών
Η αρχή της υπόθεσης που θα μας απασχολήσει στις επόμενες παραγράφους πρέπει να αναζητηθεί κάπου στην περίοδο μεταξύ 2005 και 2010. Η εμφάνιση του iPhone ανησύχησε τους κατασκευαστές κινητών τηλεφώνων, η άφιξη του App Store όμως ανησύχησε τους παρόχους τηλεπικοινωνιών. Όχι αδίκως, όπως πολύ γρήγορα διαπίστωσαν. Το περιβάλλον εφαρμογών της Apple και το αντίστοιχο της Google που εμφανίστηκε λίγο μετά έδωσαν στους κατόχους των smartphones πρόσβαση σε μια πλειάδα εφαρμογών ψυχαγωγίας, διασκέδασης και εργασίας. Κάποιοι από τους δημιουργούς αυτών των εφαρμογών έγιναν διάσημοι παγκοσμίως και όσο αυτοί γίνονταν πλούσιοι, Apple και Google γίνονταν πλουσιότερες χάρη στις προμήθειες που εισέπρατταν ως μεσάζοντες και χάρη στις διαφημίσεις που εμφανίζονταν στις οθόνες των χρηστών.
Στο πάρτι οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών δεν ήταν καλεσμένες. Αντίθετα έβλεπαν την πόρτα να ανοίγει σε άλλους νεοφερμένους, όπως το Netflix και το Spotify. Οι τηλεπικοινωνιακές εταιρείες βρέθηκαν να βλέπουν τα data (και το χρήμα) να περνούν, σαν απλοί παρατηρητές. Σαν εισπράκτορες σε σταθμό διοδίων που εισπράττουν κάποια ψιλά από κάθε διερχόμενη νταλίκα. Κάτι έπρεπε να γίνει.
Η Ευρώπη, έχοντας χάσει από καιρό τη μάχη της τεχνολογικής πρωτοπορίας, φαίνεται να αποδείχτηκε γόνιμο έδαφος για την άσκηση πίεσης στα πολιτικά κέντρα λήψης αποφάσεων. Είτε μεμονωμένα είτε μέσω συλλογικών οργάνων οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι άρχισαν την άσκηση πίεσης και την προσπάθεια να επηρεάσουν προς όφελός τους κάποια ρυθμιστική παρέμβαση. Με τέσσερις λέξεις, το έριξαν στο lobbying. Ένα από τα επιχειρήματα που διατύπωναν ήταν ότι οι νεοφερμένοι του Ψηφιακού Κόσμου δεν πληρώνουν παρά ελάχιστους φόρους κάνοντας αποτελεσματική χρήση των νομικών παραθύρων. Πράγμα για το οποίο είχαν δίκιο. Αλλά αυτό δεν είχε σχέση με το βασικό θέμα που ήταν η δική τους απουσία από το πάρτι των δεδομένων και των δισεκατομμυρίων που παράγει η κυκλοφορία τους.
Η θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Οπότε φτάνουμε στο 2023 και στην εκπνοή του Φεβρουαρίου όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσιάζει το νέο της πλάνο για την ευρωπαϊκή κοινωνία του Gigabit, το οποίο θέτει σε δημόσια διαβούλευση διάρκειας τριών μηνών και με χρόνο ολοκλήρωσης την 23η Μαΐου 2023. Μέσα στα πολλά και ενδιαφέροντα την προσοχή των επαϊόντων τραβά μια ερώτηση σχετικά με το ποιος θα επωμιστεί το κόστος ανάπτυξης των νέων υποδομών και μία πρόταση σχετικά με το αν μέρος αυτού του κόστους θα πρέπει να αναληφθεί από τους «μεγάλους δημιουργούς κίνησης». Ένας ακόμα τρόπος για να περιγράψεις τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες όπως είναι οι Alphabet (δηλαδή ο όμιλος της Google) Amazon, Apple, Meta (δηλαδή ο όμιλος του Facebook), Microsoft, Neftlix, Spotify.
Ο αρμόδιος επίτροπος και πρώην διευθύνων σύμβουλος της France Telecom, Τιερί Μπρετόν έθεσε το θέμα με ένα tweet που, καθώς μοιάζει με post του Netflix, δείχνει να κλείνει το μάτι στις τηλεπικοινωνιακές εταιρείες.
«Η τηλεπικοινωνιακή υποδομή κοστίζει δισεκατομμύρια. Ποιος πρέπει να πληρώσει για αυτήν;», διερωτήθηκε ο Μπρετόν στο tweet του
Η ιδέα του να πληρώσουν οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών δείχνει να αποτελεί μια -ενδεχομένως τραβηγμένη- ερμηνεία της βασικής τηλεπικοινωνιακής αρχής που ισχύει στην Ευρώπη και η οποία συνοψίζεται στο «ο καλών πληρώνει». Εκείνος, δηλαδή, που εκκινεί τη φωνητική κλήση είναι και εκείνος που πληρώνει.
Μια εφαρμογή αυτής της αρχής θα μπορούσε να ορίζει ότι εκείνος που στέλνει έναν μεγάλο όγκο δεδομένων μέσω των τηλεπικοινωνιακών δικτύων θα πρέπει να πληρώνει κάποιο ποσό για τη χρήση των συγκεκριμένων υποδομών. Φανταστείτε το, δηλαδή, σαν ένα είδος συνδιάλεξης όπου θα πληρώνει εκείνος που στέλνει τα δεδομένα.
Η θεμελιώδης αρχής της δικτυακής ουδετερότητας
Ωραίο ακούγεται αλλά εδώ τίθενται άλλα ζητήματα. Αν κάποιες κατηγορίες δεδομένων θεωρηθεί ότι πρέπει να καταβάλλουν κάποιας μορφής «διόδιο» για χρήση των τηλεπικοινωνιακών δικτύων, υπάρχει ορατός κίνδυνος να καταργηθεί ντε φάκτο η αρχή της δικτυακής ουδετερότητας. Κάποια πακέτα δεδομένων θα είναι λιγότερο ίσα από τα υπόλοιπα και θα κυκλοφορούν επί πληρωμή και αυτό ανοίγει την πόρτα σε δυνητικά επικίνδυνες για την ακεραιότητα του διαδικτύου πρακτικές.
Οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών προτάσσουν αφενός την αρχή της δικτυακής ουδετερότητας και αφετέρου τα δικά τους επιχειρηματικά μοντέλα. Εταιρείες όπως η Microsoft, η Amazon και η Alphabet υπενθυμίζουν πως επενδύουν σε «βαριές» υποδομές για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες πελατών τους, κάποιοι από τους οποίους (μπορεί να) είναι μέλη τηλεπικοινωνιακών οργανισμών. Αν κληθούν να πληρώνουν για τα δεδομένα που διακινούν στα δίκτυα των τηλεπικοινωνιακών παρόχων θα αυξηθεί το κόστος των υπηρεσιών που οι ίδιες παρέχουν σε τρίτους και αυτό θα στραγγαλίσει τους πιο αδύναμους οικονομικά.
Το ζήτημα ήταν φυσικά από εκείνα που κυριάρχησαν σε δημόσιες και κατ’ ιδίαν συζητήσεις στο Mobile World Congress της Βαρκελώνης, τη μεγαλύτερη εκδήλωση για τον χώρο των τηλεπικοινωνιών διεθνώς. Ο Τιερί Μπρετόν ήταν εκεί και ενώπιον εκατοντάδων στελεχών κυρίως από τον τηλεπικοινωνιακό κλάδο ανέπτυξε τις σκέψεις του και τοποθετήθηκε επί της κριτικής και του θορύβου που προκάλεσαν οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
«Η διαβούλευση έχει περιγραφεί από πολλούς ως η μάχη για τη δίκαιη κατανομή μεταξύ των Big Telco και των Big Tech. Μια δυαδική επιλογή μεταξύ εκείνων που παρέχουν σήμερα τα δίκτυα και εκείνων που τα τροφοδοτούν με την κίνηση. Δεν βλέπω έτσι τα πράγματα» και εκεί που ίσως κάποιοι να απορούσαν πώς βλέπει ο επίτροπος τα πράγματα ήρθε η απάντηση σε άπταιστη γλώσσα πολιτικού στελέχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
«Πρέπει να βρούμε ένα μοντέλο χρηματοδότησης για τις τεράστιες επενδύσεις που απαιτούνται το οποίο να σέβεται και να διατηρεί τα θεμελιώδη στοιχεία του ευρωπαϊκού μας κεκτημένου: την ελευθερία επιλογής του τελικού χρήστη, όπως διασφαλίζεται από τους κανόνες μας για την ουδετερότητα του δικτύου- την ελευθερία προσφοράς υπηρεσιών σε ένα δίκαιο, ανταγωνιστικό πεδίο ίσων όρων ανταγωνισμού, που διασφαλίζεται σήμερα με τους νέους πρωτοποριακούς ψηφιακούς κανονισμούς μας» εννοώντας τα δύο νομοθετήματα για τις Ψηφιακές Αγορές και τις Ψηφιακές Υπηρεσίες που πρόσφατα εντάχθηκαν στο νομικό οπλοστάσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και συνέχισε:
«Διακυβεύονται πολύ περισσότερα. Για μένα η πραγματική πρόκληση είναι να διασφαλίσουμε ότι μέχρι το 2030 οι συμπολίτες μας και οι επιχειρήσεις στους δρόμους μας σε ολόκληρη την ΕΕ θα έχουν πρόσβαση σε γρήγορη, αξιόπιστη και γεμάτη δεδομένα συνδεσιμότητα Gigabit. Και γι’ αυτό χρειαζόμαστε τα δίκτυα συνδεσιμότητας του μέλλοντος».
480 εκατομμύρια καταναλωτές
Το βασικό ατού της ΕΕ είναι η ενιαία αγορά που -μετά την προσθήκη της Ουκρανίας τα επόμενα χρόνια- θα αριθμεί 480 εκατ. καταναλωτές. Πρόκειται για ένα μέγεθος που καμία εταιρεία δεν αγνοεί και για αυτό όσο και να μην το επιθυμούν, οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών θα καθίσουν έστω και απρόθυμα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αφού όμως πρώτα εξασφαλίσουν ότι έχουν εξαντλήσει όλα τα περιθώρια.
Τα στοιχεία που έδωσαν οι ίδιοι οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών δείχνουν ότι η ευρωπαϊκή αγορά δεν μπορεί να αγνοηθεί. Σε αυτή τη μάχη χαρακωμάτων που διεξάγονται από τις ομάδες πίεσης κάποιοι σύμμαχοι δεν έχουν τόσο προφανή προέλευση. Ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο, το BEREC, ο οργανισμός-ομπρέλα που περιλαμβάνει τις ρυθμιστικές αρχές των ευρωπαϊκών χωρών για τις τηλεπικοινωνίες, σημείωνε σε μια προκαταρκτική του εκτίμηση ότι η εισαγωγή κάποιας μορφής επιβάρυνσης όπως αυτή που είναι σήμερα υπό συζήτηση μάλλον δεν θα έκανε καλό.
Η εφαρμογή της αρχής «ο καλών πληρώνει» αναφέρει το BEREC, θα έδινε στους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης «τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του μονοπωλίου τερματισμού και είναι πιθανό ότι μια τέτοια σημαντική αλλαγή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά το οικοσύστημα του διαδικτύου». Μια τέτοια εξέλιξη, προσθέτει ο οργανισμός, θα προκαλούσε ρυθμιστική παρέμβαση. Επιπλέον, τα δεδομένα δεν αποστέλλονται στο δίκτυο εξαιτίας της πρωτοβουλίας του παρόχου των ψηφιακών υπηρεσιών αλλά επειδή τα ζητά ο τελικός χρήστης και «το κόστος αναβάθμισης του δικτύου που απαιτείται για τη διαχείριση της διαδικτυακής κίνησης είναι πολύ μικρό όταν συγκρίνεται με το συνολικό κόστος των δικτύων». Τέλος, το BEREC διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι όντως οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών χρησιμοποιούν τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα δωρεάν και ότι η διαθεσιμότητα των ευρυζωνικών υποδομών είναι εκείνη που δημιουργεί τη ζήτηση για περιεχόμενο.
Η μάχη θα είναι σκληρή και θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή του διαδικτύου και των online υπηρεσιών για τα επόμενα χρόνια. Ένα μοντέλο πληρωμής θα σημάνει το τέλος του διαδικτύου με τη σημερινή του μορφή και ενδεχομένως να ενθαρρύνει την πολυδιάσπαση του διαδικτύου και την επέκταση συνδρομητικών υπηρεσιών, εντείνοντας, ίσως, την ανισότητα στον πάλαι ποτέ γενναίο και άγριο ψηφιακό κόσμο.