Πώς θα είναι η ζωή στο Αιγαίο μετά από (άλλες) τρεις δεκαετίες κλιματικής αλλαγής;
Η ώρα είναι δώδεκα το μεσημέρι. Οι τελευταίοι κάτοικοι της Μυκόνου μαζί με το επιχειρησιακό κλιμάκιο που επέβλεψε την εκκένωση του νησιού και το πολιτικό προσωπικό που επισφράγισε τον χαρακτηρισμό του ως «οριστικά μη κατοικήσιμο», επιβιβάζονται στην «Κιβωτό». Το πρυμναίο κατάστρωμα του πλοίου που θα τους μεταφέρει στον Πειραιά για την πρώτη φάση της μετεγκατάστασής τους, είναι σπαρμένο με κάμερες. Πίσω τους, δεκάδες ρεπόρτερ και κινηματογραφιστές απ’ όλον τον κόσμο φιλοδοξούν να καταγράψουν με λέξεις και εικόνες το τέλος της ανθρώπινης παρουσίας στο σύμπλεγμα των Κυκλάδων έπειτα από 5000 ιστορικά και προϊστορικά χρόνια.
Τα περισσότερα Κυκλαδονήσια έχουν ήδη εγκαταλειφθεί από την προηγούμενη δεκαετία. Η πολυετής ανομβρία και η άνοδος της θερμοκρασίας τα μετέτρεψαν σε αβίωτες επιπλέουσες ερήμους, ενώ τα δύο απανωτά τσουνάμι που σάρωσαν το Αιγαίο το 2038 κατάπιαν δεκάδες λιμάνια και παράκτιους οικισμούς και προκάλεσαν ανεπίστρεπτες καταστροφές σε καλλιέργειες και υποδομές.
Σε μια εβδομάδα από σήμερα, η «Κιβωτός» θα επιστρέψει στη Μύκονο για να μεταφέρει τους δημοσιογράφους που θα καλύψουν την τελετή ανακήρυξης του Κεντρικού Αιγαίου σε υποβρύχιο πάρκο (αυτό είναι το σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης για τη διατήρηση κάποιας τουριστικής ροής στην περιοχή, με κρουαζιερόπλοια και ιστιοπλοϊκά), αλλά η σημερινή συγκυρία είναι αυτή που συγκινεί περισσότερο την παγκόσμια κοινή γνώμη. Ας μην ξεχνάμε ότι εδώ γεννήθηκε ο Δυτικός Πολιτισμός. Από την περασμένη εβδομάδα στα media κυριαρχούν φράσεις όπως «υδάτινη Πομπηία» και «σύγχρονη Ατλαντίδα», ενώ δεν λείπουν και οι φονταμενταλιστικές πινελιές, οι αναπόφευκτες αναφορές στα Σόδομα.
Υπερβολές, σίγουρα, αλλά όπως και να το δεις, ο συμβολισμός της στιγμής είναι βαρύς. Οι «ίπποι πέτρινοι με τη ράχη ορθή» του Ελύτη δεν θα καλπάζουν πια κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ελληνικού ήλιου και το απαράμιλλο γαλάζιο του ουρανού του Αιγαίου. Θα βουλιάζουν χρόνο με τον χρόνο στα σκοτεινά έγκατα μιας θάλασσας που μετατράπηκε σε κλιματικό κολαστήριο.
Κυκλάδες 2050, μια ρεαλιστική προβολή
Η εικόνα που προηγήθηκε είναι φανταστική, δεν πρόκειται να τη βιώσουμε ως πραγματικότητα. Σίγουρα όχι μέχρι το 2050 και σίγουρα όχι στην καθολικότητα της ολοκληρωτικής εξαφάνισης των Κυκλάδων. Τα νησιά του Αιγαίου δεν θα ερημοποιηθούν ούτε θα βουλιάξουν. Μέχρι τα μέσα του αιώνα που διανύουμε, όμως, θα έχουν υποστεί τις πρώτες σοβαρές συνέπειες που θα επιφέρει η κλιματική αλλαγή στην ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Στην τελευταία μεγάλη έρευνα για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που δημοσίευσε η διαΝΕΟσις τον Οκτώβριο του 2021, εκτιμάται ότι μέχρι το 2050 στην Ελλάδα θα βιώνουμε ετησίως 15-20 περισσότερες μέρες καύσωνα, ενώ η βροχόπτωση θα μειωθεί από 10% – 30%. Κατά συνέπεια, «οι ημέρες υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς θα αυξηθούν από 15% έως και 70% και τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι πολύ πιο συχνά». Με βάση την κλίμακα που έχει διαμορφώσει η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος του ΟΗΕ (IPCC), «συνολικά στο επίπεδο της χώρας, αν ισχύσει το ‘καλό’ σενάριο RCP 2.6, η θερμοκρασία θα αυξηθεί περί τους 2 βαθμούς μέχρι τα μέσα του αιώνα. Αν ισχύσει το ‘μεσαίο’ RCP 4.5 θα αυξηθεί μέχρι και 2,5 βαθμούς, ενώ αν ισχύσει το εφιαλτικό RCP 8.5, η αύξηση θα φτάσει τους 3,4 βαθμούς στην ηπειρωτική Ελλάδα».
“H Μεσόγειος χαρακτηρίζεται ως κλιματικό hotspot, ως περιοχή όπου οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εμφανίζονται με μεγαλύτερη ένταση.”
Κωνσταντίνος Καρτάλης
Ο Κωνσταντίνος Καρτάλης, καθηγητής στον τομέα Φυσικής Περιβάλλοντος του ΕΚΠΑ και συντονιστής της έκθεσης της διαΝΕΟσις, υπογραμμίζει ότι τα συγκεκριμένα σενάρια δεν είναι υποθετικά ή φανταστικά. Είναι φαινόμενα που θα βιώσουμε στο εγγύς μέλλον και η έκτασή τους θα εξαρτηθεί από την άμεση και βραχυπρόθεσμη συμπεριφορά μας και -κυρίως- τα μέτρα που θα λάβουμε. «Η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται ήδη, σε όλες τις χώρες του κόσμου, σε διαφορετική ένταση και με διαφορετικές επιπτώσεις, ανάλογα με την περιοχή», εξηγεί χαρακτηριστικά ο κ. Καρτάλης. «Και σε όλες τις μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα, η Μεσόγειος χαρακτηρίζεται ως κλιματικό hotspot, ως περιοχή δηλαδή όπου οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εμφανίζονται με μεγαλύτερη ένταση, μεγαλύτερη συχνότητα και μεγαλύτερη διάρκεια».
Ήδη, στην περιοχή της μεσογειακής λεκάνης καταγράφεται μια αύξηση της θερμοκρασίας, η οποία, όπως τονίζει ο κ. Καρτάλης, «δεν είναι υποθετική ούτε υπολογισμός που προκύπτει από προσομοιωτές και κλιματικά μοντέλα – είναι αποτέλεσμα πραγματικών μετρήσεων». Πραγματικότητα είναι και η συστηματική άνοδος της στάθμης της θάλασσας σε όλη τη Μεσόγειο, «η οποία δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή, αλλά δεν είναι ευκαταφρόνητη», ενώ καταγράφεται και «μια ιδιαίτερα αυξημένη συχνότητα, ένταση και διάρκεια των ακραίων καιρικών φαινομένων». Περιορίζοντας την εστίαση στον ελλαδικό χώρο και δη στο κεντρικό και νότιο Αιγαίο, ο καθηγητής εξηγεί ότι «στην περιοχή των Κυκλάδων θα υπάρξει μια σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας, η οποία τους καλοκαιρινούς μήνες μπορεί να φτάσει μέχρι και τους δυόμιση ή και τρεις βαθμούς Κελσίου, ανάλογα με το ποια θα είναι η εξέλιξη του φαινομένου του θερμοκηπίου. Ακόμα και στο αισιόδοξο σενάριο, προβλέπεται μια σημαντική αύξηση δύο βαθμών Κελσίου». Άλλες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που σίγουρα (και σύντομα) θα γίνουν αισθητές στις Κυκλάδες είναι «η μείωση του υετού, των βροχοπτώσεων και η αύξηση των καυσονικών επεισοδίων».
Και τα τρία αυτά φαινόμενα αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά και σε πολλά επίπεδα τη ζωή των κατοίκων αλλά και των επισκεπτών των νησιών.
Περισσότεροι καύσωνες, λιγότερο νερό
Η πιο άμεση και πιο σοβαρή συνέπεια της αύξησης της θερμοκρασίας, του πολλαπλασιασμού των καυσώνων και της μείωσης των βροχοπτώσεων στα νησιά, θα είναι η έλλειψη πόσιμου νερού. Σε γενικές γραμμές, η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα λειψυδρίας. Προσφάτως, το National Geographic τη χαρακτήρισε ως μία από τις χώρες με το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν απόθεμα νερού στη Μεσόγειο, σημειώνοντας, όμως, ότι υπάρχει τεράστια γεωγραφική ανισότητα στην κατανομή αυτού του αποθέματος. Σε ό,τι αφορά τα νησιά, η πρόβλεψη των ερευνητών του περιοδικού είναι απαισιόδοξη: «οι υπόγειοι αποταμιευτήρες αδειάζουν γρηγορότερα απ’ ό,τι γεμίζουν και αν συνεχιστεί η κατανάλωση σ’ αυτούς τους ρυθμούς, η φυσική αναπλήρωση δεν θα είναι δυνατή».
Ο Θοδωρής Κολυδάς είναι καθησυχαστικός ως προς το αποθεματικό του νερού στα νησιά. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο διευθυντής της ΕΜΥ, «τα φετινά δεδομένα ήταν πολύ ικανοποιητικά στις Κυκλάδες. Τα επίπεδα των νερών είναι υψηλότερα από τα συνήθη. Βοήθησαν και οι χιονοπτώσεις, παρότι τα χιόνια δεν κρατάνε πολύ στα βουνά των νησιών. Ακόμα και το γεγονός ότι οι θάλασσες του Αιγαίου είναι πιο ζεστές τα τελευταία καλοκαίρια μπορεί να ερμηνευθεί ως κάτι θετικό: σημαίνει ότι θα έχουμε πολύ περισσότερα νερά στον υδροφόρο ορίζοντα, γιατί θα προκληθεί μεγαλύτερη εξάτμιση, η οποία θα εντείνει τη δυναμική των βαρομετρικών συστημάτων. Βραχυπρόθεσμα, τουλάχιστον, η αύξηση της θερμοκρασίας της θάλασσας είναι καλό νέο».
Το Αιγαίο ήταν όντως ζεστό τα προηγούμενα καλοκαίρια. Σύμφωνα με τις μετρήσεις του Συστήματος «Ποσειδών», ο θαλάσσιος καύσωνας που σημειώθηκε στο δεύτερο μισό του 2021 ανέβασε τη μέση ημερήσια θερμοκρασία των νερών στους 28 βαθμούς, τέσσερις περισσότερους από τα προηγούμενα χρόνια. Ο Θοδωρής Κολυδάς υπενθυμίζει ότι οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις κάνουν λόγο για μειωμένες βροχοπτώσεις και ξηρασία, αλλά επιλέγει πάλι να είναι ψύχραιμος απέναντί τους: «Ας μην ξεχνάμε ότι στον Ελλαδικό χώρο και δη στον νησιωτικό, έχουν καταγραφεί πολλές περίοδοι ξηρασίας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι τα θερμά έτη πολλαπλασιάζονται, αλλά ό,τι συμβαίνει με τις υψηλές θερμοκρασίες, συμβαίνει και με τις χαμηλές. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια μεγάλους κι έντονους χιονιάδες. Αντίστοιχο φαινόμενο καταγράφηκε και στη δεκαετία του ‘60, που ήταν μια από τις πιο κρύες δεκαετίες του 20ου αιώνα για την Ελλάδα».
Τα θερμά έτη στα οποία αναφέρεται ο κ. Κολυδάς δεν έχουν πολλαπλασιαστεί απλώς, έχουν γίνει η σύγχρονη νόρμα. Το 2016 χαρακτηρίστηκε από τη NASA ως το θερμότερο έτος που βίωσε η ανθρωπότητα από τότε που εφαρμόζονται οι σύγχρονες μετεωρολογικές μετρήσεις (από το 1880 δηλαδή), ενώ το 2019, το 2020 και το 2021 συμπεριλήφθηκαν στις επτά θερμότερες χρονιές στην ιστορία των μετρήσεων. Αν αυτή η διαδοχή θερμών ετών συνεχιστεί στον ίδιο ρυθμό, μέχρι τα μέσα του αιώνα μας αναμένεται να έχει μια δεύτερη άμεση επίπτωση στη ζωή των κατοίκων των Κυκλάδων: «Είναι σίγουρο ότι η άνοδος της θερμοκρασίας, συνδυασμένη με τη μείωση της βροχόπτωσης, θα επηρεάσει τις καλλιέργειες και την κτηνοτροφική παραγωγή στα νησιά», εξηγεί ο Κωνσταντίνος Καρτάλης. «Τα επίπεδα της υγρασίας του εδάφους θα ελαττωθούν, η γη θα απωλέσει ποσοστό της γονιμότητάς της και είναι πιθανό κάποια στιγμή να μην μπορεί να υποστηρίξει τις αγροτικές καλλιέργειες». Σταδιακά, η ξηρασία θα επιφέρει αλλοιώσεις ακόμα και στο τοπίο. Ο καθηγητής φέρνει ως παράδειγμα τις πεζούλες, τις χαρακτηριστικές αναβαθμίδες που απαντώνται σε όλα σχεδόν τα νησιά του Αιγαίου: «Οι πεζούλες φτιάχτηκαν στο παρελθόν, όταν ακόμα η κλιματική αλλαγή δεν υπήρχε ούτε ως συζήτηση, προκειμένου να συγκρατηθεί το χώμα και να δημιουργηθούν στα πρανή -στις κατωφέρειες του αναγλύφου- μικροί κήποι, αγροί και περιβόλια. Όσο αυξάνεται η θερμοκρασία, μειώνεται η βροχόπτωση και το έδαφος γίνεται ξερικό όμως, οι αναβαθμίδες αυτές υπόκεινται σε διάβρωση. Η καταστροφή τους αποτελεί σημαντική αλλοίωση του κυκλαδίτικου τοπίου και απομάκρυνση από την παραδοσιακή του εικόνα, όπως την έχουμε σήμερα στο μυαλό μας».
Σημαντικότατη αλλοίωση του τοπίου (και όχι μόνο) θα επιφέρει και η σταδιακή άνοδος της στάθμης της θάλασσας και η πύκνωση φαινομένων όπως οι θυελλογενείς μετεωρολογικές παλίρροιες και οι κυματικές καταιγίδες, που συμπεριλήφθηκαν στις προβλέψεις της προ δεκαετίας έρευνας της Τράπεζας της Ελλάδος για την Κλιματική Αλλαγή και τη Βιωσιμότητα. Το κακό σενάριο προβλέπει τον μόνιμο κατακλυσμό των παράκτιων εκτάσεων, τη μετακίνηση των ζωνών Αγιαλού και Παραλίας και εκτεταμένη παράκτια διάβρωση, η οποία μπορεί να προκαλέσει υφαλμύρωση των υπόγειων παράκτιων υδροφορέων, αλλά και βλάβες στις υποδομές (λιμάνια, παραθαλάσσιοι οδικοί άξονες, παράκτια αεροδρόμια, συστήματα αποχέτευσης, μονάδες επεξεργασίας λυμάτων κλπ).
Ο Θοδωρής Κολυδάς εμφανίζεται και σ’ αυτόν τον τομέα καθησυχαστικός, εκτιμώντας ότι οι Κυκλαδίτες δεν χρειάζεται να ανησυχούν για την άνοδο της στάθμης του Αιγαίου, αφού η Μεσόγειος είναι μια κλειστή θάλασσα και δεν αναμένεται να επηρεαστεί δραματικά από το λιώσιμο των πάγων. Παρατηρεί, όμως, ότι «στο εξής ίσως πρέπει να υπάρξει πρόνοια και να δημιουργηθούν μηχανισμοί για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων φαινομένων, όπως ένας σεισμός ή ένα τσουνάμι, ειδικά στις περιοχές όπου καταγράφεται πύκνωση των μεγάλων συστημάτων που προκαλούν θυελλώδεις ανέμους». Όπως εξηγεί ο διευθυντής της ΕΜΥ, «Σε κάποιες μεσογειακές χώρες αναπτύσσονται ήδη πειραματικά προειδοποιητικά συστήματα για τσουνάμι, ενώ κι εδώ είναι θετική εξέλιξη η αναβάθμιση της Πολιτικής Προστασίας από γραμματεία σε Υπουργείο, προκειμένου να ενοποιηθούν όλοι οι φορείς που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Χρειάζεται χρόνος, βέβαια, και γενναίες επενδύσεις για κάτι τέτοιο. Απ’ όσο γνωρίζω, ήδη έχουν προβλεφθεί κάποια σημαντικά κονδύλια για αναβάθμιση των ραντάρ και για την ανάπτυξη προειδοποιητικών συστημάτων για πλημμύρες».
Βιωσιμότητα ή όλεθρος
Κάθε συζήτηση για το εγγύς ή το απώτερο μέλλον περιοχών με χαρακτηριστικά τόσο ιδιαίτερα όσο τα νησιά των Κυκλάδων, ξεκινά υποχρεωτικά από τη σκληρή πραγματικότητα που διαμορφώνει η κλιματική αλλαγή και καταλήγει στο ζήτημα της ενέργειας. Οι μονάδες αφαλάτωσης που μπορούν να αποτελέσουν λύση για την ύδρευση και την άρδευση των νησιών καταναλώνουν τεράστια ποσά ενέργειας. Τα συστήματα ψύξης και κλιματισμού που θα επιτρέψουν την ποιοτική διαβίωση κατοίκων κι επισκεπτών στις αυξημένες θερμοκρασίες που έρχονται, καταναλώνουν τεράστια ποσά ενέργειας. Ο τουρισμός, η βαριά βιομηχανία της σύγχρονης κυκλαδίτικης οικονομίας, γιγαντώνει έτσι κι αλλιώς εδώ και δεκαετίες τις ενεργειακές ανάγκες των νησιών κατά τους θερινούς μήνες.
Ο Κώστας Κομνηνός, γενικός διευθυντής του μη κερδοσκοπικού Δικτύου Αειφόρων Νήσων (ΔΑΦΝΗ) βιώνει, αναλύει και προσπαθεί να αντιμετωπίσει το ενεργειακό ζήτημα των ελληνικών νησιών καθημερινά. Όπως εξηγεί, «Αυτή τη στιγμή, τα νησιά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες ως προς την ενεργειακή τους ταυτότητα: σ’ αυτά που είναι διασυνδεδεμένα με το ηπειρωτικό ηλεκτρικό σύστημα και στα μη διασυνδεδεμένα, τα οποία καταναλώνουν πετρέλαιο ή μαζούτ». Κατά την εκτίμησή του, «το καλύτερό χαρτί που διαθέτουμε για την εξασφάλιση την ενεργειακής επάρκειας των νησιών είναι οι νέες διασυνδέσεις, οι οποίες προχωρούν με βάση το δεκαετές πλάνο του ΑΔΜΗΕ, που επικαιροποιείται κάθε χρόνο κι εγκρίνεται από τη ρυθμιστική αρχή ενέργειας». Κάποια νησιά, όμως, θα παραμείνουν μη διασυνδεδεμένα για περισσότερα χρόνια, «οπότε εκεί εξετάζουμε πιο αυτόνομες λύσεις, υβριδικά συστήματα που συνδυάζονται με μονάδες αποθήκευσης ενέργειας».
Γι’ αυτά τα νησιά, ο στόχος είναι η φυσική ενεργειακή αυτονομία, η δημιουργία ενός ανεξάρτητου συστήματος χωρίς καλώδιο, το οποίο θα τροφοδοτείται από τοπικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ακόμα και για τα διασυνδεδεμένα νησιά, η παραγωγή ενέργειας από τοπικές ΑΠΕ κι ενδεχομένως η αποθήκευσή της, είναι σημαντικό κομμάτι του ενεργειακού σχεδιασμού, αφού σύμφωνα με τον κ. Κομνηνό «μπορεί να εξασφαλίσει την ενεργειακή ασφάλεια με τοπικά διαθέσιμους πόρους σε περίπτωση που προκύψει κάποια κρίση με την εισαγόμενη ενέργεια, κάποια βλάβη στο καλώδιο ή ακόμα κι ένα σφάλμα που θα οδηγήσει σε διακοπή της παροχής ρεύματος».
Κοντολογίς, η αξιοποίηση των ΑΠΕ κρίνεται επιβεβλημένη σε κάθε επιχειρησιακό σχεδιασμό για τα νησιά και θα γίνεται όλο και πιο αναγκαία στην προσπάθειά μας να μειώσουμε τα επίπεδα των αερίων του θερμοκηπίου που εκπέμπονται από τους πετρελαϊκούς σταθμούς και την κατανάλωση λιγνίτη. Σε ό,τι αφορά τις Κυκλάδες ειδικά, ο προγραμματισμός των έργων μετάβασης από την κατανάλωση ορυκτών πόρων για την παραγωγή ηλεκτρισμού στην αξιοποίηση των τοπικά διαθέσιμων ΑΠΕ, έχει ορίζοντα δεκαετίας. Ο Κώστας Κομνηνός, μάλιστα, εκτιμά ότι είναι εφικτό αυτά τα έργα να δρομολογηθούν, να ωριμάσουν και να υλοποιηθούν ακόμα κι εντός της τρέχουσας δεκαετίας. Ο δρόμος προς τη βιωσιμότητα, όμως, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Στη συζήτηση για τις ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά μπαίνουν υποχρεωτικά δύο σημαντικά ζητήματα: το στοίχημα της δίκαιης μετάβασης και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις που έχουν οι εγκαταστάσεις των ΑΠΕ.
«Στην περίπτωση των Κυκλάδων, όπως και του βορείου Αιγαίου και της Κρήτης, η δίκαιη μετάβαση (just transition) αφορά τους θερμικούς σταθμούς. Τους ανθρώπους που εργάζονται εκεί, τις συνεργαζόμενες εταιρείες και συνολικά την όποια οικονομία εξαρτάται απ’ αυτούς», εξηγεί ο Κώστας Κομνηνός, υπογραμμίζοντας ότι «από την πλευρά της Ευρώπης η στρατηγική για τη δίκαιη μετάβαση έχει ήδη θεσμοθετηθεί, γιατί ο ενεργειακός μετασχηματισμός έχει καταστεί επείγουσα υπόθεση. Έτοιμες είναι και οι μελέτες του ελληνικού Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ενώ πλέον εμφανίζονται και τα χρηματοδοτικά εργαλεία. Ήδη, το δίκτυο ΔΑΦΝΗ υποστηρίζει πολλούς Δήμους ώστε να εκπονήσουν τις δικές τους μελέτες και προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση».
Το ζήτημα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε ό,τι αφορά τις ΑΠΕ είναι πολυεπίπεδο. Όπως εξηγεί ο Κώστας Κομνηνός, για τις άμεσες συνέπειες που μπορεί να έχουν στο τοπικό οικοσύστημα οι εγκαταστάσεις ανεμογεννητριών, ηλιακών συλλεκτών και οι χώροι αποθήκευσης της ενέργειας, υπάρχει ήδη ένα καλό ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο ενώ και η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες που διαθέτουν επαρκή νομοθεσία σε ό,τι αφορά τα περιβαλλοντικά ζητήματα. «Υπάρχει όμως και το ζήτημα της αλλοίωσης του τοπίου, το οποίο δεν συγκαταλέγεται ρητώς στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που αναφέρονται στις διάφορες μελέτες» παρατηρεί ο κ. Κομνηνός. «Κι εδώ διαφοροποιούμαστε από την κεντρική και βόρεια Ευρώπη, όπου το ανάγλυφο του εδάφους περιλαμβάνει τεράστιες επίπεδες εκτάσεις. Στη δική μας γεωγραφία υπάρχει πολυμορφία κι έντονες διαφορετικότητες. Τα νησιά μας είναι ως επί το πλείστον βουνίσια και το καλό αιολικό δυναμικό συγκεντρώνεται στις βουνοκορφές, με αποτέλεσμα οι ανεμογεννήτριες να τοποθετούνται εκεί και να είναι εμφανείς από πολλά σημεία, αλλοιώνοντας την εικόνα του φυσικού τοπίου». Αυτός είναι ο λόγος που το δίκτυο ΔΑΦΝΗ προάγει πλέον τις προσπάθειες να μετακινηθούν τα μεγαλύτερης κλίμακας έργα στον θαλάσσιο χώρο – μιλάμε δηλαδή για πλωτές ανεμογεννήτριες ή και υπεράκτιες, με θεμελίωση στον βυθό της θάλασσας. Κι αυτές, βεβαίως, επηρεάζουν το θαλάσσιο οικοσύστημα, αλλά όπως σχολιάζει ο κ. Κομνηνός «οι επιπτώσεις συνολικά μειώνονται, λύνεται σε κάποιο σημαντικό βαθμό το ζήτημα των αισθητικών επιπτώσεων, ενώ αποφεύγονται και οι συγκρούσεις χρήσεων γης στις ιδιοκτησίες των νησιών».
“H πανάκριβη κυκλαδίτικη γη δημιουργεί σημαντικά προβλήματα με τις απαλλοτριώσεις, εντείνοντας κατ’ επέκταση το ζήτημα των λυμάτων και της διαχείρισης των απορριμμάτων στα νησιά.”
Το ζήτημα των «συγκρούσεων» σχετίζεται άμεσα με ένα ακόμα μεγάλο πρόβλημα που ήδη αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου και το οποίο αναμένεται να οξυνθεί μέσα στις επόμενες δεκαετίες: το ζήτημα των λυμάτων και της διαχείρισης των απορριμμάτων. «Σε όλα τα νησιά το μεγάλο πρόβλημα είναι οι χώροι υγειονομικής ταφής», παρατηρεί ο Θοδωρής Κολυδάς (είναι κι ο ίδιος Κυκλαδίτης, κατάγεται από την Άνδρο). «Σε ορισμένες περιοχές η γη είναι πανάκριβη και δημιουργούνται μεγάλα προβλήματα με τις απαλλοτριώσεις. Συχνά αναπτύσσονται διχόνοιες μεταξύ των κατοίκων, αλλά και ανταγωνισμοί και αντιδικίες μεταξύ των Δήμων. Δυστυχώς, σ’ αυτό το πρόβλημα δεν φαίνεται να υπάρχει οριζόντια λύση. Κάθε νησί έχει τα δικά του χαρακτηριστικά και πρέπει να το αντιμετωπίσει διαφορετικά».
Σ’ αυτό συμφωνεί απόλυτα και ο Κώστας Κομνηνός: «Μιλάμε υποχρεωτικά για tailor made λύσεις, για κοστούμια που πρέπει να ραφτούν αποκλειστικά πάνω σε κάθε νησί. Δεν έχουμε, δυστυχώς, την πολυτέλεια του ‘one size fits all’. Δεν υπάρχει κάποιο πλάνο που να μπορεί να εφαρμοστεί με την ίδια αποτελεσματικότητα από τη Δονούσα ως την Τήνο και από την Τήνο στην Ικαρία και στη Σαμοθράκη». Οι επιστήμονες και οι μηχανικοί του δικτύου ΔΑΦΝΗ αντιμετωπίζουν κάθε νησί σαν ένα αυτόνομο οικοσύστημα και επιχειρούν ολιστικές και διασυνδεδεμένες προσεγγίσεις σε όλους τους τομείς των υποδομών: στη διαχείριση των υδατικών πόρων, στα λύματα και τα απορρίμματα, στην ενέργεια και την αποδοτικότητα, στις μεταφορές, αλλά και σε παρεμβάσεις που αφορούν την εργασία και τον βιώσιμο τουρισμό. «Σ’ αυτήν τη φιλοσοφία της διασύνδεσης των υποδομών -sector coupling είναι η αγγλική ορολογία- εδράζεται η πρωτοβουλία ‘Έξυπνα Νησιά’» αναλύει ο κ. Κομνηνός. Στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας, μάλιστα, υλοποιείται ήδη το έργο ‘Κύθνος, Έξυπνο Νησί’, η πρώτη ολιστική παρέμβαση που επιχειρεί το δίκτυο ΔΑΦΝΗ στις Κυκλάδες.
And what about our precious tourists?
Εδώ και δεκαετίες οι Κυκλάδες ζουν σε μεγάλο βαθμό από και για τον τουρισμό. Στις επόμενες δεκαετίες, όμως, ο τουρισμός είναι βέβαιο ότι θα επηρεαστεί από την κλιματική αλλαγή, ενώ παράλληλα θα την επιτείνει.
Όπως επισημαίνεται στην έρευνα της διαΝΕΟσις, «μια επιφανειακή ανάγνωση των δεδομένων που μας παρουσιάζουν οι κλιματικοί δείκτες θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να έχει και μια θετική επίπτωση στον τουρισμό της Ελλάδας: η τουριστική περίοδος μπορεί να επιμηκυνθεί. Το καλοκαίρι μπορεί να κρατά από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο – και αυτό είναι κάτι που θα έρθει σχετικά σύντομα». Ο Κωνσταντίνος Καρτάλης, όμως, προειδοποιεί ότι «οι υψηλές θερμοκρασίες μπορεί να στρέψουν κάποιους επισκέπτες των Κυκλάδων σε άλλες τουριστικές περιοχές του πλανήτη, όπου η θερμοκρασία δεν θα είναι τόσο επιβαρυμένη. Το πώς, λοιπόν, θα αναδιαταχθεί η τουριστική αγορά δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι θα υπάρξουν αυξημένες θερμικές συνθήκες οι οποίες θα επιβαρύνουν τον πολίτη, τον επισκέπτη και τον εργαζόμενο των νησιών».
Ο κ. Καρτάλης εκτιμά ότι «όλα τα νησιά πρέπει άμεσα να λειτουργήσουν με βάση τη φέρουσα ικανότητά τους. Με βάση, δηλαδή, τις δυνατότητες που προσφέρει το φυσικό τους περιβάλλον για την εξυπηρέτηση των αναγκών του μόνιμου πληθυσμού και του τουρισμού. Η Σαντορίνη για παράδειγμα, έχει ήδη ξεπεράσει τα όρια των αντοχών της. Το ίδιο θα συμβεί και στη Μύκονο -αν δεν έχει συμβεί ήδη- και στην Τήνο. Στο εξής, η ανάπτυξη των νησιών θα πρέπει να προσαρμοστεί στις αντοχές του φυσικού περιβάλλοντος και στις πιέσεις που δημιουργεί η κλιματική κρίση. Αν αυτό δεν συμβεί έγκαιρα και συνεχίσουν εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες να αποβιβάζονται κάθε καλοκαίρι σε νησιά χωρίς επαρκή υδατικά αποθέματα, χωρίς επαρκή αγροτική παραγωγή και χωρίς επαρκή ενέργεια για την ηλεκτροδότηση και την ψύξη των καταλυμάτων και των τουριστικών μονάδων, οι επιπτώσεις στην ποιότητα του τουρισμού θα είναι εμφανείς». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο καθηγητής, «Ήδη, πολλές τουριστικές περιοχές στον πλανήτη έχουν αποφασίσει να βάλουν ένα μέτρο στην επισκεψιμότητά τους, όχι γιατί θέλουν να χάσουν χρήματα, αλλά γιατί αντιλαμβάνονται ότι αν δεν το κάνουν θα χάσουν σίγουρα χρήματα και μάλιστα πολύ περισσότερα».
Για τον Κώστα Κομνηνό, μεγάλο στοίχημα στο εξής θα αποτελέσει η χωροταξία των νησιών – οι χρήσεις γης και οι πολεοδομικές προβλέψεις. «Μέχρι σήμερα, χάρη σε πολιτισμικούς, περιβαλλοντικούς και πολεοδομικούς περιορισμούς η ανάπτυξη στις Κυκλάδες συγκρατήθηκε κατά κάποιον τρόπο. Άλλα νησιά της Ευρώπης όπως η Μαγιόρκα και η Μινόρκα δεν είχαν αυτό το προνόμιο. Η οικιστική και τουριστική ανάπτυξη εκεί ήταν ραγδαία και αλλοίωσε δραματικά τον χαρακτήρα τους. Ευτυχώς, τα εξειδικευμένα πολεοδομικά σχέδια για τα νησιά που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στα σκαριά φαίνεται ότι προχωρούν, έστω και με πολλές δυσκολίες και παρατράγουδα σε ό,τι αφορά την ανάθεση και τη διεκπεραίωσή τους. Είναι διαδικασίες που ξεκίνησαν από την προηγούμενη κυβέρνηση και συνεχίζονται. Τώρα βρισκόμαστε στο σημείο όπου πρέπει να ληφθούν στρατηγικές αποφάσεις για το πού χτίζουμε, τί χτίζουμε, ποιους οικισμούς επεκτείνουμε και πώς δημιουργούμε τις υποδομές που θα εξυπηρετήσουν αυτούς τους οικισμούς. Η ανάπτυξη πρέπει να γίνεται πάνω στον δεδομένο χώρο και ο χώρος πρέπει να είναι οργανωμένος, προκειμένου να επιτρέψει μια αποτελεσματική ανάπτυξη. Αυτό νομίζω ότι είναι το πιο κρίσιμο στοιχείο και -ευτυχώς- υπάρχουν κάποια ελπιδοφόρα στοιχεία προς αυτήν την κατεύθυνση».
Ένα διαφορετικό μέλλον
Αντίθετα με όσα επιτάσσει η πολιτική επικοινωνία σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, κανείς δεν θα τολμήσει να χαρακτηρίσει την κλιματική κρίση ως ευκαιρία για τα νησιά ή για οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Κανενός η ζωή δεν θα βελτιωθεί από τις αλλαγές που συμβαίνουν και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν. Η προσαρμογή σ’ αυτές τις αλλαγές, όμως, θα είναι σημαντική για την επιβίωση όλων. Στην περίπτωση των Κυκλάδων και συνολικά των νησιών του Αιγαίου, η προσαρμογή ίσως μεταφραστεί σε σημαντικές αλλαγές του τρόπου ζωής των κατοίκων και -κυρίως- σε απομάκρυνση από το σημερινό μοντέλο βιοπορισμού των κατοίκων τους.
«Προσωπικά, ευελπιστώ ότι τα νησιά θα καταφέρουν να είναι πιο ισορροπημένα σε ό,τι αφορά την οικονομία τους», σημειώνει ο Κώστας Κομνηνός. «Να μην έχουν αποκλειστική εξάρτηση από τον τουρισμό κι αυτό να τους δίνει τη δυνατότητα να αναπτύσσονται πιο ήπια, αξιοποιώντας βεβαίως τα οφέλη του τουρισμού, αλλά ταυτόχρονα, διασυνδέοντάς τα δραστηριότητες στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, η αναβίωση του οποίου είναι στρατηγικής σημασίας».
Ο Θοδωρής Κολυδάς επισημαίνει με τη σειρά του την ανάγκη απαγκίστρωσης των νησιών από το σημερινό εποχικό τουριστικό μοντέλο: «Πέρα από τα έργα υποδομής, τη δημιουργία ασφαλέστερων λιμανιών και κέντρων υγείας, πρέπει να δοθούν και κίνητρα προκειμένου η νεολαία να παραμένει στα νησιά – να υπάρχουν δουλειές και υγιής ανάπτυξη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Και με τον τουρισμό μπορεί να συμβεί αυτό, αρκεί να αλλάξουν κάποιες νοοτροπίες και επιδιώξεις. Στην Άνδρο, για παράδειγμα, λειτουργεί ήδη το πρότζεκτ Andros Roots που απευθύνεται σε περιπατητές, σε ανθρώπους που τους αρέσει η φύση κι επισκέπτονται το νησί χειμώνα για να γνωρίσουν τα μονοπάτια του, που διασχίζουν πανέμορφες προστατευόμενες περιοχές Natura».
Για τον Κωνσταντίνο Καρτάλη, το μέλλον των νησιών και η ευζωία των κατοίκων τους θα κριθεί σήμερα, στον παρόντα χρόνο. «Τα προβλήματα είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν στο εγγύς μέλλον. Το αν θα λυθούν θα εξαρτηθεί από το πώς θα ανταποκριθεί σήμερα στην πρόκριση της κλιματικής αλλαγή η πολιτεία μας, οι κυβερνήσεις μας αλλά και η διεθνής κοινότητα. Απαιτείται εγρήγορση απ’ όλους και εμπιστοσύνη στην επιστημονική κοινότητα. Εγώ αυτό θα ‘λεγα πως είναι το βασικό μήνυμα: έγκαιρη λήψη μέτρων με υπομονή στον χρόνο και με γνώση ότι το περιβάλλον και δη το νησιωτικό περιβάλλον που είναι ιδιαίτερα ευάλωτο, δεν έχει άπειρες αντοχές. Αυτές τις αντοχές πρέπει να προστατεύσουμε».