Μπορεί ένα δέντρο, ένα βουνό ή μια λίμνη να προσφύγει στο δικαστήριο ως νομικό πρόσωπο; Πριν χλευάσεις την ερώτηση, θυμήσου ότι εταιρείες και οργανισμοί έχουν δικαίωμα να το κάνουν εδώ και δεκαετίες.
Τον περασμένο Απρίλιο η λίμνη Μέρι Τζέιν κατέθεσε αγωγή κατά της πολιτείας της Φλόριντα κι ενός κονσόρτσιουμ αγροκαλλιεργητικών εταιρειών που επιχειρούσαν μια σημαντική ανάπλαση στην περιοχή των υδροβιότοπων της Όραντζ Κάουντι. Στο πλευρό της λίμνης Μέρι Τζέιν στάθηκαν η λίμνη Χαρτ, ο βάλτος Κρόσμπι Άιλαντ και δύο αποξηραμένα ρέματα.
Θα μπορούσε να είναι η αρχή μιας ταινίας των αδερφών Κοέν ή ενός new age παραμυθιού με οικολογικό επιμύθιο, αλλά είναι μια απολύτως αληθινή δικαστική υπόθεση. Για την ακρίβεια, είναι η παρθενική τέτοια υπόθεση στη νομική ιστορία των ΗΠΑ. Η λίμνη Μέρι Τζέιν έγινε η πρώτη οντότητα του φυσικού περιβάλλοντος που εμφανίστηκε ως ενάγουσα σε κάποιο αμερικανικό δικαστήριο. Η υπόθεσή τής πήρε μεγάλη δημοσιότητα και ανακίνησε τη δημόσια συζήτηση για το αν τα δέντρα, τα βουνά, τα ποτάμια, οι θάλασσες και οποιοδήποτε κομμάτι της Φύσης θα πρέπει να αναγνωριστούν από τα κράτη στα οποία υπάγονται ως νομικά πρόσωπα, προκειμένου να έχουν συνταγματικά δικαιώματα και να μπορούν να διεκδικούν και να προστατεύουν δικαστικά την ύπαρξη και την ευημερία τους.
Παρά το hype και την πίεση της κοινής γνώμης, οι λίμνες και τα ρέματα της Φλόριντα έχασαν τη δίκη. Τον Ιούλιο που μας πέρασε, η πολιτειακή δικαστής Πέτρα Τ. Μπράουνλι απέρριψε την «αγωγή για τα δικαιώματα της φύσης», κρίνοντάς την έωλη και αντισυνταγματική, αφού στηρίχθηκε σε μια τροπολογία ενός κομητειακού νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος, η οποία επίσης κρίθηκε άκυρη. Η τροπολογία που εγκρίθηκε το 2020 από τη συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων της Όραντζ Κάουντι, παραχωρούσε στις λίμνες, τους βαλτότοπους και τα ρέματα της κομητείας το δικαίωμα «να υπάρχουν και να κυλούν» ως υγιή οικοσυστήματα, προστατευμένα από κάθε παράγοντα μόλυνσης ή αφανισμού τους. Η ίδια τροπολογία επέτρεπε στους κατοίκους του Ορλάντο και των γειτονικών κωμοπόλεων να λειτουργούν ως εκπρόσωποι και υπερασπιστές των τοπικών οικοσυστημάτων και να στρέφονται δικαστικά ενάντια σε όσους τα απειλούν.
Το βασικό επιχείρημα των κατοίκων απέναντι σε όσους επέμεναν ότι μια λίμνη ή ένας υδροβιότοπος δεν μπορεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του σε μια δικαστική αίθουσα είναι ότι το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τις εταιρείες, τους οργανισμούς και τα κάθε είδους ιδρύματα. Είναι οντότητες που δεν μπορούν να μιλήσουν, αλλά εκπροσωπούνται μια χαρά στα δικαστήρια ως νομικά πρόσωπα. Στις ΗΠΑ ειδικά, οι επιχειρήσεις έχουν κατοχυρωμένα συνταγματικά δικαιώματα από τον 19ο αιώνα. Η Σιδηροδρομική Εταιρεία του Νότιου Ειρηνικού κέρδισε την πρώτη της δίκη το 1881…
Νομικά πρόσωπα, ζώα, πράγματα
Μπορεί η υπόθεση της λίμνης Μέρι Τζέιν να ήταν πρωτοφανής για το αμερικανικό δικαστικό σύστημα, αλλά το επιχείρημα ότι η χλωρίδα και η πανίδα ενός τόπου δικαιούται το status νομικού προσώπου διατυπώθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 1972, από τον διακεκριμένο Αμερικανό νομικό Κρίστοφερ Ντ. Στόουν.
Ο Στόουν, ο οποίος ανέπτυξε έντονη ακτιβιστική δράση τη δεκαετία του ‘70, διορίστηκε καθηγητής στη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας το 1965 και διατήρησε την έδρα του ως τον θάνατό του, τον Μάιο του 2021, στα 83 του χρόνια. Στο εμβληματικό άρθρο που δημοσίευσε το 1972 στη Νομική Επιθεώρηση της Νότιας Καλιφόρνιας, με τίτλο «Δικαιούνται υπεράσπισης τα δέντρα; Για ένα πλαίσιο νομικών δικαιωμάτων των φυσικών αντικειμένων», ανέπτυξε τη βασική επιχειρηματολογία υπέρ της συνταγματικής αναβάθμισης των οικοσυστημάτων και των στοιχείων τους σε νομικά πρόσωπα και ουσιαστικά δημιούργησε το κίνημα που σήμερα πλέον έχει φτάσει να διεκδικεί κάποιες «οικολογικές» υποθέσεις μέσα σε δικαστικές αίθουσες, με όρους και διαδικασίες του αστικού και του ποινικού δικαίου.
“To πρώτο κράτος που κατοχύρωσε συνταγματικά δικαιώματα στη φύση ήταν ο Ισημερινός, το 2008”
Όπως υπενθύμιζε στο άρθρο του, στην αρχαία Ρώμη τα παιδιά δεν είχαν νομικά δικαιώματα – η ζωή και η ευμάρειά τους ήταν στην αποκλειστική ευθύνη των πατεράδων τους. Σήμερα, τα παιδιά όπως και οι γυναίκες, οι μειονοτικές ομάδες και τα άτομα με αναπηρία απολαμβάνουν πλήρη δικαιώματα, τα οποία προστατεύονται από τα συντάγματα των σύγχρονων κρατών. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εταιρείες, τους οργανισμούς, αλλά και με μεγαλύτερους σχηματισμούς, όπως τα κράτη αυτά καθαυτά. «Μέχρι αυτός που δεν απολαμβάνει δικαιώματα να αποκτήσει τα δικαιώματά του», σημείωνε ο Στόουν, «δεν μπορούμε να τον δούμε παρά ως ένα άψυχο αντικείμενο που εξυπηρετεί αποκλειστικά τους δικούς μας σκοπούς, τα συμφέροντα δηλαδή όσων τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή έχουμε κατοχυρώσει δικαιώματα. Σε όλη τη νομική ιστορία, κάθε συνταγματικό άνοιγμα προς τη συμπερίληψη μιας νέας οντότητας έμοιαζε αρχικά αδιανόητο».
Η ιστορία της κατοχύρωσης νομικών δικαιωμάτων για τη χλωρίδα και την πανίδα μιας περιοχής δεν ξεκινά σε καμία περίπτωση από τις ΗΠΑ. Η πρώτη χώρα που αναγνώρισε συνταγματικά δικαιώματα στη Φύση ήταν ο Ισημερινός, το 2008. Στο πρώτο άρθρο του σχετικού νόμου για τα Δικαιώματα της Πατσαμάμα (της Μητέρας Φύσης), ξεκαθαρίζεται ότι «Η Φύση ή Πατσαμάμα, όπου ζωή αναπαράγεται και εξελίσσεται, απολαμβάνει το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του σεβασμού της ύπαρξής της και της διατήρησης και αναζωογόνησης των δομών, των λειτουργιών, των εξελικτικών της διαδικασιών και των κύκλων της ζωής της. Όλα τα φυσικά πρόσωπα, οι κοινότητες, οι λαοί και τα έθνη μπορούν να ζητήσουν από τις δημόσιες αρχές να επιβάλουν τα δικαιώματα της Φύσης».
Το 2011, μάλιστα, κατατέθηκε στο Εκουαδόρ και η πρώτη αγωγή που βασίστηκε στον νόμο των δικαιωμάτων της Φύσης. Ο Παγκόσμιος Συνεταιρισμός για τα Δικαιώματα της Φύσης (GARN) στράφηκε νομικά κατά της εταιρείας που ανέλαβε το έργο της κατασκευής ενός αυτοκινητόδρομου που διασχίζει κατά πλάτος τον ποταμό Βικαμπάμπα, καταγγέλλοντας ότι οι κατασκευαστές απέρριπταν τα μπάζα και τα σκουπίδια των εργοταξίων μέσα στην κοίτη του ποταμού. Οι δικαστικές αρχές της επαρχίας της Λόγια δικαίωσαν σε πρώτο βαθμό τον GARN, αλλά η κατασκευάστρια εταιρεία δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση και ο Συνεταιρισμός δεν διέθετε τους οικονομικούς πόρους για μια δεύτερη αγωγή και μια νέα δίκη.
Το 2017, τέσσερις ποταμοί διεκδίκησαν και σε κάποιες περιπτώσεις κέρδισαν νομικά δικαιώματα: ο Ρίο Αλτράτο στην Κολομβία, ο Γουανγκανούι στη Νέα Ζηλανδία, ο Γάγγης και ο Γιαμούνα στην Ινδία. Δεν είναι φυσικά τυχαίο, ότι στις περιοχές όπου υπήρχαν αυτόχθονες πληθυσμοί πριν από την «ανακάλυψη» και την κατάκτησή τους από τις αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες, όπως στη Νότια Αμερική και την Ωκεανία, η δυναμική των κινημάτων για τη νομική προστασία της Φύσης είναι μεγαλύτερη, αφού έλκει τις ρίζες της από τις προϋπάρχουσες λατρείες των γηγενών για τα φυσικά στοιχεία. Στη Νέα Ζηλανδία ειδικά, η νομική προστασία του ποταμού Γουανγκανούι κατέληξε στη θέσπιση από το τοπικό κοινοβούλιο του Νόμου Τε Άουα Ταπούα, σύμφωνα με τον οποίο, ο ποταμός έχει δύο κηδεμόνες που οφείλουν και δικαιούνται να τον εκπροσωπούν ενώπιον του νόμου: έναν εκλεγμένο εκπρόσωπο από την κοινότητα των Μαορί κι έναν εντεταλμένο της κυβέρνησης. Η λογική πίσω από αυτήν την απόφαση είναι ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Γουανγκανούι θα επιτηρείται και θα προστατεύεται με βάση και τις δύο διαφορετικές κοσμοθεωρίες που αντιπροσωπεύουν οι κηδεμόνες του.
Πιο πρόσφατα, τον Φεβρουάριο του 2021, στις περιφέρειες του Λαμπραντόρ και του Κεμπέκ, στον Καναδά, το Συμβούλιο των αυτόχθονων Ινού και οι διοικήσεις των τοπικών Κομητειών αναγνώρισαν από κοινού τον ποταμό Μάγκπαϊ ως νομικό πρόσωπο και προσδιόρισαν εννέα απαράβατα δικαιώματά του, τα οποία προστατεύονται θεσμικά. Σε περίπτωση προσβολής τους, ο ποταμός μπορεί να προσφύγει σε κάποιο τοπικό δικαστήριο, εκπροσωπούμενος από δύο διορισμένους κηδεμόνες του.
Στο Μπαγκλαντές, το ανώτατο δικαστήριο του κράτους έδρασε αυταπάγγελτα το 2019 και αναγνώρισε νομικά δικαιώματα για όλα τα ποτάμια της χώρας. Η κίνηση και η απόφαση βασίστηκαν στην αναγνώριση του κρίσιμου ρόλου που αναμένεται να παίξει το νερό στο μέλλον για την επιβίωση του περιβάλλοντος αλλά και των ανθρώπων. Σε αντίστοιχες ενέργειες έχουν προβεί δικαστήρια στη Βραζιλία, τη Βολιβία και την Κολομβία, ενώ σε χώρες όπως το Μεξικό, η Αργεντινή, το Περού και το Πακιστάν έχουν ήδη τροποποιηθεί σημαντικά οι συνταγματικές διατάξεις που σχετίζονται με την προστασία και την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας κατά του περιβάλλοντος. Στην Ευρώπη, η πρώτη χώρα που προχώρησε σε σοβαρές σχετικές συνταγματικές αλλαγές ήταν η Γαλλία, ενώ πριν από λίγες εβδομάδες (στις αρχές Οκτώβρη), ομάδα νομικών με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο δημοσίευσαν την έκθεση Law in the emerging bio-age, στην οποία συμπεριλαμβάνονται αναλυτικές προτάσεις για την αναδιαμόρφωση των σημερινών νομοθετικών πλαισίων μέχρι το 2050, «προκειμένου να είναι κατάλληλα για ένα μέλλον όχι απλώς ανθρώπινο, αλλά κάτι περισσότερο απ’ αυτό».
Στις ΗΠΑ, πριν από την υπόθεση της λίμνης Μέρι Τζέιν που έφτασε μέχρι το δικαστήριο (έστω κι αν εκεί κατέρρευσε), υπήρξαν στο παρελθόν αρκετές αντίστοιχες κινητοποιήσεις. Το 2010, για παράδειγμα, το πολιτειακό συμβούλιο της Πενσιλβάνια υποχρεώθηκε να εκδώσει διαταγή απαγόρευσης εξόρυξης του σχιστολιθικού αερίου που έχει εντοπιστεί σε μεγάλες εκτάσεις γύρω από το Πίτσμπουργκ, έπειτα από τις συντονισμένες προσπάθειες των πολιτών να αναγνωριστούν στο τοπικό οικοσύστημα πλήρη νομικά δικαιώματα.
Τεράστια κινητοποίηση έγινε και στο Οχάιο το 2019, όταν οι κάτοικοι της μικρής πόλης Τολέδο παρέδωσαν στη δημοτική τους αρχή ένα υπογεγραμμένο κείμενο που αναγνώριζε τα δικαιώματα της λίμνης Ήρι. Η Ήρι είναι ο νοτιότερος υδάτινος σχηματισμός της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών, του μεγαλύτερου συστήματος γλυκού νερού στον πλανήτη Γη. Εδώ και περίπου μια δεκαετία, κάθε καλοκαίρι, μεγάλο μέρος της επιφάνειάς της λίμνης καλύπτεται από τοξική άλγη (το φλούο πράσινο χρώμα της είναι ορατό από το διάστημα) που αλλοιώνει το οικοσύστημα δημιουργώντας «νεκρές ζώνες», εντός των οποίων δεν είναι δυνατό να συντηρηθεί η βιοποικιλότητα του τοπίου. Τον Αύγουστο του 2014, το νερό της λίμνης Ήρι περιείχε τόσο μεγάλες ποσότητες φωσφόρου και ήταν τόσο τοξικό, ώστε η πόλη του Τολέδο παρέμεινε χωρίς υδροδότηση για τρεις μέρες, την πιο θερμή εποχή του έτους.
Εκείνη την περίοδο οι κάτοικοι συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Συνασπίστηκαν, οργανώθηκαν και με τη βοήθεια νομικών και περιβαλλοντικών οργανώσεων συνέταξαν ένα κείμενο, το οποίο παρουσιάστηκε τον Δεκέμβριο του 2018 ως νομοσχέδιο για τα δικαιώματα της λίμνης Ήρι. Λίγους μήνες αργότερα, ένας καλλιεργητής της περιοχής κατέθεσε αγωγή στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των ΗΠΑ κατά των κατοίκων του Τολέδο, καταγγέλλοντας ότι ένας πιθανός νόμος για τα δικαιώματα της λίμνης θα έθετε σε κίνδυνο τη φάρμα του και το σύνολο των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων, καθώς κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι μια -μικρή έστω- ποσότητα φυτοφαρμάκου δεν θα καταλήξει στη λίμνη, μεταφερόμενη πχ από τον άνεμο ή από κάποιο ζώο που διέσχισε τη φάρμα του για να καταλήξει στον υδροβιότοπο. Στο πλευρό του καλλιεργητή στάθηκε ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ντριούς και, αργότερα, η ίδια η πολιτεία του Οχάιο. Εννοείται ότι οι θεσμοί νίκησαν και σ’ αυτήν την περίπτωση. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των ΗΠΑ έβαλε φρένο στην προσπάθεια των κατοίκων, κρίνοντας το περιβαλλοντικό τους νομοσχέδιο «άκυρο στην ολότητά του».
Η ουτοπία της προσωποποίησης των τοπίων
Η υπόθεση της λίμνης Ήρι είναι ένα καλό study case για το κατά πόσο μπορεί να λειτουργήσει ή όχι υπέρ του αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος η αναγνώριση ενός φυσικού τοπίου ως νομικό πρόσωπο. Στη θεωρία, πρόκειται για ένα αποφασιστικό βήμα υπέρ των οικοσυστημάτων. Πρακτικά, όμως, τί μπορούν να διεκδικήσουν οι κηδεμόνες ενός τοπίου σε μια δικαστική αίθουσα;
Ας χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα ενός υδροβιότοπου ο οποίος έχει μολυνθεί από τα λύματα των καλλιεργειών και των επιχειρήσεων που τον περιβάλλουν. Τί αποζημίωση μπορεί να διεκδικήσει κάποιος για τον αφανισμό ενός ολόκληρου σμήνους πουλιών ή μιας ποικιλίας ψαριών που μπορεί να δηλητηριάστηκαν από τα μολυσμένα νερά; Πώς αποτιμάται μια τέτοια απώλεια; Επίσης, από πού ξεκινάει και πού τελειώνει ένας υδροβιότοπος; Μετράνε τα ποταμάκια και τα ρέματα που καταλήγουν σ’ αυτόν; Και τι γίνεται όταν ο υδροβιότοπος απλώνεται σε περισσότερες από μία περιφέρειες ή κράτη; Πόσες διαφορετικές αρχές (με αντίστοιχα διαφορετικά νομικά πλαίσια) θα συγκρουστούν στο δικαστήριο; Πέρα από το πρακτικό / λογιστικό πρόβλημα του επιμερισμού των ευθυνών (και της αποζημίωσης) που αναλογούν σε κάθε φορέα που μολύνει έναν υδροβιότοπο, οι δικαστές θα κληθούν κάποιες φορές να αποφασίσουν και για ζητήματα που ανήκουν στη σφαίρα της παγκοσμιοποίησης και του φαινομένου της πεταλούδας. Ποιος μπορεί, πχ, να κατηγορηθεί για μια όξινη βροχή που θα διαβρώσει τον υδροβιότοπο. Ή για μια μακρά περίοδο καύσωνα που θα τον αποξηράνει;
Κυρίως, όμως, ποιος θα καταβάλει αποζημίωση εκ μέρους του υδροβιότοπου, αν ένας επιχειρηματίας της περιοχής τον καταγγείλει για παρακώλυση των δραστηριοτήτων του και για οικονομική ζημία ή χαμένα κέρδη; Ή αν ο υδροβιότοπος ξεχειλίσει και καταστρέψει τις γειτονικές του καλλιέργειες; Η υπόθεση της λίμνης Ήρι μας το δίδαξε αυτό, κι ας ακούγεται δυστοπικό και ακραίο: Αν ένα τοπίο αποτελεί νομικό πρόσωπο, οποιοδήποτε άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο μπορεί να το σύρει στα δικαστήρια και να διεκδικήσει σε βάρος του ό,τι νομίζει. Ποιος ιδιωτικός ή δημόσιος φορέας θα αντέξει το οικονομικό κόστος μιας δίκης για την προστασία ενός κομματιού γης ή θάλασσας απέναντι πχ σε έναν πετρελαϊκό κολοσσό;
Μέχρι στιγμής λοιπόν, οι επιτυχίες όσων αγωνίζονται για την κατοχύρωση νομικών δικαιωμάτων σε οικοσυστήματα ή τμήματα του φυσικού περιβάλλοντος συνιστούν νίκες στο συμβολικό κυρίως επίπεδο. Παράλληλα, συμβάλλουν στο κρίσιμο πεδίο της επίγνωσης και στο να διατηρείται το ζήτημα της αναγκαιότητας της προστασίας του περιβάλλοντος στην καθημερινή ατζέντα, όχι μόνο ως προς τη μεγάλη εικόνα, ως κάτι που πρέπει να αντιμετωπιστεί πανανθρώπινα και διακρατικά, αλλά και ως μια διαρκή, καθημερινή υποχρέωση κάθε τοπικής κοινότητας.
Αυτό το τελευταίο είναι πιο σημαντικό απ’ όσο μοιάζει σε πρώτη ανάγνωση. Αναγνωρίζοντας τη ζοφερή πραγματικότητα της κλιματικής κρίσης, ο ΟΗΕ και η διεθνής κοινότητα έχουν συμφωνήσει σε ένα πλαίσιο δράσεων για τη μείωση των ρύπων και των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και τη συνολική βελτίωση των συνθηκών για τα φυσικά οικοσυστήματα (στην COP26, τη Συνδιάσκεψη για το Κλίμα που πραγματοποιήθηκε στη Γλασκώβη το 2026, υπογράφηκαν σημαντικές συμφωνίες). Μεγάλοι οργανισμοί και προσωπικότητες διεθνούς ακτινοβολίας και επιρροής (όπως ο Πάπας) πιέζουν ώστε η οικοκτονία να χαρακτηριστεί «πέμπτο έγκλημα» και να υπάγεται στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, μαζί με τη γενοκτονία, τα εγκλήματα πολέμου, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τις εθνοκαθάρσεις. Υπάρχει, δηλαδή, ένα κάπως διαμορφωμένο ποινικό κανονιστικό πλαίσιο για τα σοβαρά εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος. Το κίνημα για τα νομικά δικαιώματα της Φύσης τονίζει την ανάγκη για τη δημιουργία και την ενίσχυση ενός αντίστοιχου πλαισίου στο επίπεδο των αδικημάτων του αστικού κώδικα. Διεκδικεί, δηλαδή, μια ρεαλιστική και αποτελεσματική πολιτική κατά των φθορών και των καταστροφών μικρότερης κλίμακας.
Δικαιοσύνη για όλ@
Σ’ ένα πολύ αναλυτικό άρθρο του στον Guardian με αφορμή την υπόθεση της λίμνης Ήρι, ο συγγραφέας Ρόμπερτ Μακ Φάρλαν αναδεικνύει μερικούς ακόμη προβληματισμούς που προκύπτουν από τις δράσεις του κινήματος υπέρ των νομικών δικαιωμάτων της Φύσης. Σχολιάζοντας το κείμενο του νομοσχεδίου που συνέταξαν οι κάτοικοι του Τολέδο, στέκεται στην παθιασμένη και οραματική του διατύπωση. Πρόκειται για ένα μανιφέστο μεγάλης πνοής που θυμίζει σε σημεία του το κείμενο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ ή κείμενα της περιόδου της Γαλλικής Επανάστασης. Διεκδικεί τη νομική υπόσταση της λίμνης, προκειμένου αυτή «να μπορεί να υπάρχει, να εξελίσσεται και να ακμάζει», χωρίς να «λογοδοτεί σε όσους διαθέτουν πλεόνασμα πλούτου και ανεξέλεγκτη πολιτική ισχύ». Ολόκληρο το κείμενο διέπεται από την τολμηρή και ρηξικέλευθη οντολογική δήλωση, η οποία τελικά συνιστά και το ζητούμενό του: ότι, δηλαδή, η λίμνη Ήρι είναι ένας ζωντανός οργανισμός και όχι ένα σύνολο στοιχείων που αλληλεπιδρούν και συνθέτουν ένα οικοσύστημα. Όπως σωστά παρατηρεί ο Μακ Φάρλαν, το κείμενο αποτελεί ήδη ένα λογοτεχνικό μνημείο του σύγχρονου ανιμισμού, πάνω στον οποίο έχει χτιστεί το οικοδόμημα των διεκδικήσεων του κινήματος για τα νομικά δικαιώματα της φύσης.
Στα περισσότερα τέτοια κείμενα, τα δέντρα, οι λίμνες, τα βουνά, τα ποτάμια, οι βιότοποι περιγράφονται ως όντα. Ως ζωντανοί και -κατά συνέπεια- ευάλωτοι οργανισμοί. Κατά κάποιον τρόπο, προκειμένου να αποκτήσουν νομική υπόσταση -να αναγνωριστούν δηλαδή ως νομικά πρόσωπα- παρουσιάζονται ως περίπου φυσικά πρόσωπα, ως πλάσματα με ανθρώπινη υπόσταση. Υπάρχει σίγουρα λογοτεχνική αξία σ’ αυτήν την ιδέα καθώς και ένα στιβαρό ηθικό / βιοηθικό υπόβαθρο, με ρίζες που φτάνουν ως τις αρχαίες παγανιστικές κουλτούρες, τον πανθεϊσμό και τον ανιμισμό των πρωτόγονων φυλών και των σύγχρονων αυτόχθονων πληθυσμών, αλλά σ’ αυτές τις διατυπώσεις κρύβονται και διάφοροι κίνδυνοι. Ο πρώτος είναι αυτός που έχει ήδη αναφερθεί: ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να βρεθεί ανά πάσα στιγμή στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ενώ ένα οικοσύστημα που προστατεύεται από τους νόμους ενός κράτους ή ενός διεθνούς οργανισμού είναι καλύτερα θωρακισμένο απέναντι σε πιθανές κακόβουλες σε βάρος του διεκδικήσεις.
Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι ο ορισμός του «όντος». Πού, αλήθεια, ξεκινάει ένα βουνό; Από τους πρόποδές του ή από τις ρίζες του; Η βροχή που το ποτίζει και είναι απαραίτητη για τη συντήρησή του είναι κομμάτι του βουνού; Συναποτελούν τη νομική του οντότητα; Η ακτιβίστρια δημοσιογράφος Άννα Γκριρ αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τον ανθρωπομορφισμό που έχει τοποθετηθεί στον κεντρικό άξονα του κινήματος των δικαιωμάτων της Φύσης. Αναρωτιέται γιατί πρέπει να κάνουμε λόγο για νομικά πρόσωπα και όχι για «νομικά δέντρα» ή «νομικές λίμνες». Κατά τη γνώμη της, μ’ αυτόν τον τρόπο «κινδυνεύουμε να διεκδικούμε τον σεβασμό μόνο απέναντι σε ό,τι διαθέτει ανθρώπινα χαρακτηριστικά ή απευθύνεται με κάποιον τρόπο στην ανθρώπινη εμπειρία. Αντίθετα, θα πρέπει να αναπτύξουμε νομικά συστήματα στα οποία ο άνθρωπος θα αντιμετωπίζεται ως μέρος της Φύσης και της ζώσας ύλης και όχι ως το αλάνθαστο επίκεντρό της». Με πιο απλά λόγια, η Γκριρ δεν διεκδικεί νομικά δικαιώματα για τα δέντρα και τις λίμνες, αλλά δεντρικά και λημνικά δικαιώματα.
Θα μπορούσε κάποιος να σχολιάσει ότι μια τέτοια διεκδίκηση μοιάζει ακόμα πιο ιδεαλιστική, ουτοπική και απλησίαστη. Απ’ την άλλη βέβαια, αν σήμερα, στην εποχή της επίγνωσης, της πρόσβασης και της παγκοσμιοποιημένης πληροφορίας δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τη θέση που κατέχουμε στον πλανήτη που μας περιβάλλει, τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που έχουμε απέναντί του αλλά και την εξάρτησή μας από τα φυσικά στοιχεία -από όλα ανεξαιρέτως τα φυσικά στοιχεία- ίσως πρέπει να αρχίσουμε σοβαρά να αναθεωρούμε τη δική μας υπόσταση. Τι νόημα έχει να προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τα ζώα και τα φυτά ως πρόσωπα -φυσικά ή νομικά- αν τελικά πρόκειται να τα κάνουμε σαν τα μούτρα μας;