Πόσο κοντά είμαστε στο τέλος της εποχής του homo sapiens; Θα υπάρξει επόμενο ανθρώπινο είδος; Πόσο θα μοιάζει με μας; Οι επιστήμονες έχουν σήμερα μια αποκαλυπτική εικόνα για το εξελικτικό μας μέλλον.
Αν με κάποιο μαγικό τρόπο ένας homo sapiens του 12.000 π.Χ. μεταφερόταν στο νησί των Κυκλώπων την εποχή που αποβιβάζονταν σ’ αυτό ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του (το 1200 περίπου π.Χ.), δεν θα εντυπωσιαζόταν τόσο από τους φοβερούς μονόφθαλμους γίγαντες -στη δική του εποχή ζούσαν πολλά τεράστια και τερατόμορφα πλάσματα- όσο από τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Όπως ενημερωνόμαστε από την Ι’ ραψωδία της Οδύσσειας, ο Πολύφημος και οι συντοπίτες του, όταν δεν καταβρόχθιζαν τους άτυχους θνητούς που ξεβράζονταν στο νησί τους, καταπιάνονταν με την κτηνοτροφία. Εξέτρεφαν αμνοερίφια για το κρέας τους αλλά και για το γάλα, το οποίο απολάμβαναν καθημερινά ή το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν τυρί και γιαούρτι.
Αυτό το τελευταίο ειδικά, θα του φαινόταν πολύ παράξενο. Οι άνθρωποι του 12.000 π.Χ, αντίθετα με τους Κύκλωπες και τους ανθρώπους των Μυκηναϊκών χρόνων, είχαν δυσανεξία στη λακτόζη. Ο οργανισμός τους δεν μπορούσε να μεταβολίσει το γάλα μετά την ηλικία του θηλασμού.
Όσο τραβηγμένη κι αν είναι η αφήγηση που προηγήθηκε, το παράδειγμα της ανοχής στη λακτόζη αποτελεί ένα από τα βασικά επιχειρήματα των επιστημόνων που υποστηρίζουν ότι ο homo sapiens είναι ένα είδος που εξελίσσεται διαρκώς και ποικιλοτρόπως – σωματικά, γονιδιακά και πνευματικά. Σε σχέση, μάλιστα, με τη μέρα που πρωτοπερπάτησε στον πλανήτη μας με τα δυο του πόδια, πριν από 150.000 χρόνια, ο ρυθμός της εξέλιξής του επιταχύνθηκε θεαματικά τις τελευταίες χιλιετίες. Ο σύγχρονος άνθρωπος, αφού αρχικά προσαρμόστηκε στις συνθήκες που τον περιέβαλλαν και στις εκάστοτε μεταβολές τους, άρχισε να διαμορφώνει ο ίδιος το περιβάλλον, ανάλογα με τις δικές του ανάγκες. Παραδόξως, οι νέες αυτές συνθήκες τον υποχρέωσαν να εξελιχθεί ακόμα ταχύτερα και με πιο περίπλοκους τρόπους.
Ανθεκτικότεροι, παχύτεροι και (κυριολεκτικά) κουλ
Η επανάσταση του γάλακτος είναι ένα καλό παράδειγμα αυτής της προσαρμογής στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Στις μέρες μας, το 90% των Ευρωπαίων μπορεί να καταναλώσει ζωικό γάλα. Το ποσοστό αυτό είναι τόσο μεγάλο, ώστε η δυσανεξία στη λακτόζη να αντιμετωπίζεται σαν πάθηση στον δυτικό κόσμο. Στην Ασία, όμως, και στο μεγαλύτερο τμήμα της Αφρικής, ισχύει το ακριβώς αντίθετο: μόλις το 5% του πληθυσμού μπορεί να καταναλώσει ζωικό γάλα χωρίς να αντιμετωπίσει σοβαρά γαστρεντερικά προβλήματα. Συνολικά, το ποσοστό του πληθυσμού της Γης που εμφανίζει ανοχή στη λακτόζη είναι το 35% – εμείς οι Ευρωπαίοι, χοντρικά, και όσοι κατάγονται ευθέως από εμάς. Είναι μια ικανότητα που τη χρωστάμε στους homo sapiens που κατοικούσαν στην περιοχή της σημερινής Ουγγαρίας το 6000 π.Χ. Αυτοί κατάφεραν να γίνουν οι πρώτοι ανθρώπινοι οργανισμοί που συνέχισαν να παράγουν λακτάση μετά τη βρεφική και παιδική ηλικία (η λακτάση είναι το ένζυμο που διευκολύνει τον μεταβολισμό της λακτόζης). Πώς τα κατάφεραν;
Οι ιστορικοί και οι ανθρωπολόγοι έχουν εκτιμήσει ότι η κτηνοτροφία έγινε κοινή πρακτική στο ανθρώπινο είδος μετά το 10.000 π.Χ. Στην κεντρική και τη βόρεια Ευρώπη οι άνθρωποι συντηρούσαν ως κατοικίδια βοοειδή από το 8.000 π.Χ. και με βάση όσα γνωρίζουμε σήμερα, η ανάπτυξη της ανοχής στη λακτόζη αποτέλεσε για εκείνους καθοριστικό εξελικτικό πλεονέκτημα. Το αγελαδινό γάλα περιέχει πολύτιμη βιταμίνη D (δυσεύρετη στην προϊστορική Ευρώπη με το βαρύ κλίμα και την ελάχιστη ηλιοφάνεια) και επιπλέον μπορεί να σε κρατήσει ζωντανό τις περιόδους που οι σοδειές καταστρέφονται και το κυνήγι σπανίζει. Η φυσική επιλογή ευνόησε, λοιπόν, όσους προγόνους μας ανέπτυξαν την ικανότητα να πίνουν γάλα. Αυτοί κατάφεραν να επιβιώσουν από λιμούς και δηλητηριάσεις του υδροφόρου ορίζοντα και μετέδωσαν γονιδιακά στους απογόνους τους τη συγκεκριμένη πολύτιμη ικανότητα.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς η σύγχρονη ζωή επιταχύνει την εξέλιξη του είδους μας είναι η μέση θερμοκρασία του σώματός μας. Σήμερα όλοι ξέρουμε ότι ο πυρετός αρχίζει όταν το θερμόμετρο δείξει παραπάνω από τους 36,6°C, ενώ δύο μόλις αιώνες νωρίτερα, οι 37°C ήταν η κοινώς αποδεκτή φυσιολογική μέση θερμοκρασία. Σύμφωνα με την Τζούλι Πάρσονετ του πανεπιστημίου του Στάνφορντ, αυτή η διαφορά οφείλεται στο γεγονός ότι σήμερα καταπολεμούμε νωρίς και αποτελεσματικά λοιμώξεις που τον 19ο αιώνα θέριζαν τους κατοίκους των πόλεων, προκαλώντας τους χρόνιες φλεγμονές, οι οποίες με τη σειρά τους είχαν ως παρενέργεια την αύξηση του μεταβολικού ρυθμού και -κατά συνέπεια- του πυρετού. Βεβαίως, το ότι είμαστε πιο δροσεροί από τους homo sapiens της πρώτης βιομηχανικής εποχής δεν είναι απαραίτητα θετικό: ο δικός μας οργανισμός χρειάζεται κατά μέσο όρο 150 θερμίδες λιγότερες ημερησίως για να εξυπηρετήσει τις μεταβολικές του ανάγκες, αλλά εμείς δεν τρώμε λιγότερο από τους προγόνους μας – το αντίθετο μάλιστα. Η δρ. Πάρσονετ και οι συνάδελφοί της εκτιμούν ότι οι σημερινοί άνθρωποι θα καταγραφούμε στο χρονολόγιο του homo sapiens ως οι παχύτεροι εκπρόσωποι του είδους μας.
Σημαντικές μεταλλάξεις λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής έχουν καταγραφεί τόσο στο ανοσοποιητικό μας σύστημα όσο και στη δόμηση των οστών μας. Όπως συνόψισε ο Μαρκ Τόμας, επικεφαλής της σχετικής έρευνας του London University College (2010), οι άνθρωποι που κάποτε εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και συνωστίστηκαν σε μικρούς χώρους με άθλιες συνθήκες υγιεινής, αποτελώντας το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκαν οι πρώτες μεγαλουπόλεις του κόσμου μας, χρειάστηκε να αναπτύξουν άμεσα άμυνες απέναντι σε επιδημικές ασθένειες που δεν υπήρχαν μόλις μία ή δύο γενεές πριν από τη δική τους.
«Σήμερα έχουμε πλέον αποδείξει ότι υπάρχει στατιστική συνάφεια μεταξύ των πληθυσμών με μεγάλο ιστορικό αστικοποίησης και της γενετικής προσαρμογής τους για την καταπολέμηση της φυματίωσης», σημειώνει χαρακτηριστικά ο δρ. Τόμας, εξηγώντας ότι «όσο οι ανθρώπινοι πληθυσμοί ζούσαν νομαδικά και σε μικρές ομάδες, ήταν εκτεθειμένοι σε άλλου τύπου μολυσματικές ασθένειες, πιο οπορτουνιστικές και χρόνιες. Η μόνιμη εγκατάστασή τους σε μεγάλες αστικές περιοχές δημιούργησε νέες συνήθειες αλλά και νέες λοιμώδεις ασθένειες, στις οποίες έπρεπε να προσαρμοστούν. Η αντίσταση στις παθογένειες είναι σε μεγάλο βαθμό γενετική υπόθεση, οπότε είμαστε βέβαιοι ότι και σ’ αυτήν την περίπτωση η φυσική επιλογή έπαιξε τον ρόλο της».
Σε σύγκριση με όλους τους προηγούμενους ανθρώπους, ο σκελετός μας είναι πιο αδύναμος και πιο ελαφρύς. Τα κόκαλά μας άρχισαν να φθίνουν πριν από περίπου 12.000 χρόνια, όταν από κυνηγοί και συλλέκτες μετατραπήκαμε σε κτηνοτρόφους και καλλιεργητές. Η νέα αυτή συνθήκη άλλαξε δραματικά τη διατροφή αλλά και την καθημερινή μας δραστηριότητα και -όπως εκτίμησε σε έρευνά της το 2014 η ανθρωπολόγος Χαμπίμπα Κιρχίρ– η τάση θα συνεχιστεί και η σκελετική μας δομή θα γίνεται όλο και λιγότερο ισχυρή, όλο και λιγότερο συμπαγής. «Εδώ και 50-100 χρόνια κινούμαστε ελάχιστα, έχουμε γίνει επικίνδυνα νωθροί στην καθημερινότητά μας», σημειώνει επεξηγηματικά η Κολίν Σο, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ. «Το σώμα μας δεν εξελίχθηκε σε βάθος τόσων χιλιετιών για να κάθεται πίσω από ένα γραφείο ή στο τιμόνι ενός αυτοκινήτου. Γενετικά έχουμε τη δυνατότητα να είμαστε τόσοι δυνατοί όσο οι ουρακοτάγκοι αλλά δεν είμαστε, γιατί δεν χρησιμοποιούμε τα οστά μας στο όριο των δυνατοτήτων τους».
Οι επιστήμονες δεν αποκλείουν την πιθανότητα κάποια στιγμή, στο μακρινό μέλλον, το ανθρώπινο είδος να ανακτήσει τη σκελετική και μυική του δύναμη. Η κυρίαρχη υπόθεση, όμως, είναι ότι στο εξής η εξέλιξή μας θα είναι όλο και περισσότερο καθοριζόμενη από την τεχνολογική πρόοδο και τις ανακαλύψεις της γενετικής. Θεωρείται δεδομένο, μάλιστα, ότι χάρη στην τεχνολογία και τη γενετική [ή εξαιτίας τους], η ανθρωπότητα θα ξεπεράσει την ταχύτητα του φυσικού evolution. Όταν πλέον αυτό συμβεί, τίποτα δεν θα μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο για το γονιδιακό μας μέλλον.
Η ατέρμονη μοναξιά του homo sapiens
Μελετώντας τα απολιθώματα που έχουν έρθει στο φως μέχρι σήμερα, οι παλαιοντολόγοι εκτιμούν ότι το πρώτο μέλος της οικογένειας των ανθρωπίδων εμφανίστηκε πριν από περίπου επτά εκατομμύρια χρόνια και ήταν ο μικρόσωμος και τριχωτός Σαχελάνθρωπος του Τσαντ (Sahelanthropus Tchandensis). Έκτοτε έχουν περπατήσει στη Γη εννιά τουλάχιστον είδη ανθρώπων. Κάθε ένα από αυτά τα είδη εξελίχθηκε όταν ένας μικρός αριθμός ανθρωπίδων βρισκόταν για κάποιον λόγο αποκλεισμένος από τον γενικό πληθυσμό σε ένα περιβάλλον με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, στα οποία υποχρεώθηκε να προσαρμοστεί προκειμένου να επιβιώσει. Σε βάθος πολλών γενεών η απομονωμένη φυλή ακολουθούσε τη δική της γονιδιακή διαδρομή, στο τέλος της οποίας τα μέλη της δεν μπορούσαν πλέον να αναπαραχθούν με τον μητρικό πληθυσμό.
Το δικό μας είδος, ο homo sapiens, εμφανίστηκε γύρω στο 195.000 π.Χ στην περιοχή της σημερινής Αιθιοπίας. Κάποιοι επιστήμονες θεωρούν ότι ήταν απευθείας απόγονος του Homo Erectus, κάποιοι άλλοι προτιμούν τη θεωρία ότι καταγόμαστε από ένα ενδιάμεσο είδος, όπως ο Άνθρωπος της Χαϊδελβέργης (Homo Heidelbergensis). Απ’ όπου κι αν προερχόταν, υπολογίζεται ότι πριν από 70.000 ή 60.000 χρόνια ο Homo Sapiens εγκατέλειψε την Αφρική και αφού επιβίωσε από την τελευταία εποχή των παγετώνων, εξαπλώθηκε σε όλες τις ηπείρους του πλανήτη εκτός από την Ανταρκτική. Στο πέρασμά του από την Ευρασία συναντήθηκε με τον Άνθρωπο του Νεάντερταλ (Homo Neanderthalensis), με τον οποίο διασταυρώθηκε γενετικά (αυτός είναι ο λόγος που όλοι έχουμε λίγο DNA Νεάντερταλ μέσα μας) και στη συνέχεια τον αφάνισε. Η εξόντωση των Νεάντερταλ μπορεί να ήταν μια τυπική γενοκτονία στο πλαίσιο του ανταγωνισμού για την επικράτηση του ισχυρότερου ή ένα ακόμα αμείλικτο χτύπημα της φυσικής επιλογής. Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, πάντως, τα γονίδια του Homo Sapiens αποδείχθηκαν ισχυρότερα και ο σύγχρονος άνθρωπος κατέληξε να μείνει μόνος του στον πλανήτη. Χωρίς ανταγωνισμό, χωρίς άλλα ανθρώπινα είδη για να αναμείξει τα γονίδιά του.
Η προσαρμογή του Homo Sapiens στα διαφορετικά περιβάλλοντα και μικροκλίματα της Γης, σε συνδυασμό με αρκετές ακόμα εξελικτικές πιέσεις, οδήγησαν στη διαμόρφωση των φυλών όπως τις ξέρουμε σήμερα (λευκοί, μαύροι κλπ). Οι παλαιοντολόγοι εκτιμούν ότι ήδη από το 10.000 π.Χ. άρχισε να αναπτύσσεται επικοινωνία μεταξύ των πληθυσμών που ζούσαν σε διαφορετικές ζώνες, με αποτέλεσμα οι φυλές αυτές να μην εξελιχθούν σε διαφορετικά είδη ανθρώπων.
Η τελική επικράτηση και η μονοκρατορία του Homo Sapiens έχει οδηγήσει κάποιους επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι ως είδος έχουμε φτάσει στο τέλος της εξέλιξής μας. Πολύ απλά: δεν μπορούμε να επιμιχθούμε με κανέναν, έχουμε ήδη υπερκεράσει τις περισσότερες φυσικές εξελικτικές πιέσεις (τα μωρά των ανθρώπων επιβιώνουν σε συντριπτικά ποσοστά, ακόμα κι αν είναι ασθενή ή ανάπηρα), έχουμε από πολλές απόψεις νικήσει τη φυσική επιλογή, κανείς δεν μπορεί να μας ανταγωνιστεί, συνεπώς κανείς δεν πρόκειται να μας διαδεχτεί.
Ο διάσημος παλαιοντολόγος Στίβεν Γκουλντ (Stephen Jay Gould) συνόψισε εμφατικά τη θεωρία του τέλους της εξέλιξης πριν από περίπου 20 χρόνια: «Δεν έχει υπάρξει καμία βιολογική αλλαγή στους ανθρώπους εδώ και 40.000 ή 50.000 χρόνια. Το στοιχείο αυτό μας δείχνει ότι η εξέλιξη του είδους μας έχει επιβραδυνθεί ή έχει ήδη σταματήσει οριστικά». Το 2013, ο σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο (ο φυσιοδίφης που δανείζει τη διάσημη φωνή του στα ντοκιμαντέρ του BBC κι εσχάτως του Netflix) εκτίμησε σε συνέντευξή του ότι «είμαστε το μόνο είδος που με τη θέλησή μας διακόψαμε τη φυσική επιλογή. Το καταφέραμε όταν διασφαλίσαμε ότι το 90-95% των νεογέννητων παιδιών μας θα επιζήσουν». Κατά τη δική του άποψη, βέβαια, «η κατάργηση της φυσικής επιλογής δεν είναι είναι ούτε τόσο σημαντική ούτε τόσο καταθλιπτική όσο ακούγεται».
“Η εξέλιξή μας θα συνεχιστεί, αλλά στο εξής θα είναι πολιτισμική, θα κληρονομούμε γνώσεις και δεξιότητες”.
Ντέιβιντ Ατένμπορο
Τεχνητή επιλογή, μεταφυσικά διλήμματα
Οι διατυπώσεις του Γκουλντ και του Ατένμπορο έχουν de facto ακυρωθεί από την επιστημονική κοινότητα τα τελευταία χρόνια. Όπως έχει αποδειχθεί, η φυσική επιλογή δεν σταματά στην επιβίωση ενός νεογέννητου, ενώ και η περίφημη «πολιτισμική εξέλιξη» του Ατένμπορο δεν αποκλείει το γονιδιακό evolution. Αντίθετα, όπως σημείωσε σε έκθεσή του ο Άλαν Τέμπλετον (Alan R. Templeton): «Όλοι οι οργανισμοί προσαρμόζονται στο περιβάλλον τους και ο άνθρωπος δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι πολιτισμικές κατακτήσεις καθορίζουν το περιβάλλον του ανθρώπου, κατά συνέπεια η πολιτισμική του εξέλιξη οδηγεί και έχει ήδη οδηγήσει σε προσαρμοστικό evolution».
Η επανάσταση του γάλακτος που αναφέρθηκε νωρίτερα, όπως και η ανθεκτικότητα σε σύγχρονους ιούς είναι παραδείγματα αυτής της προσαρμοστικής εξέλιξης. Σε έκθεση που δημοσιεύθηκε το 2007, ο Χένρι Χάρπεντινγκ (Henry C. Harpending) και ο Τζον Χοκς (John Hawks), σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια της Γιούτα και του Ουισκόνσιν, σημείωσαν ότι τουλάχιστον το 7% του ανθρώπινου γονιδιώματος έχει υποστεί μεταλλάξεις τα τελευταία 5.000 χρόνια. Πολλές απ’ αυτές τις γονιδιακές αλλαγές προέκυψαν από την ανάγκη της προσαρμογής του στο φυσικό, αλλά και στο τεχνητό -το διαμορφωμένο από τον ίδιο τον άνθρωπο- περιβάλλον.
Σε άλλη μελέτη, του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, καταγράφονται πρόσφατες αλλαγές σε περισσότερες από 300 περιοχές του ανθρώπινου γονιδιώματος, οι οποίες σχετίζονται με τη βελτίωση των πιθανοτήτων για επιβίωση και αναπαραγωγή. Τα παραδείγματα που αναφέρονται συμπεριλαμβάνουν την αυξημένη αντοχή του δέρματος των σύγχρονων ανθρώπων στην υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία, τη γονιδιακή ανθεκτικότητα σε ασθένειες όπως η ελονοσία που εντοπίστηκαν σε κάποιες φυλές της Αφρικής, την προσαρμογή των πνευμόνων όσων ζουν στα υψίπεδα των Άνδεων στη συνθήκη του λιγοστού οξυγόνου, αλλά και την εμφάνιση του λευκότερου δέρματος και των γαλάζιων ματιών στους κατοίκους της Βόρειας Ευρώπης. Εντελώς κόντρα στην επιφανειακή κοινή αντίληψη, οι ερευνητικές ομάδες των Χάρπεντινγκ και Χοκ κατέληξαν ότι τα τελευταία 10.000 χρόνια οι άνθρωποι έχουν εξελιχθεί 100 φορές ταχύτερα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο, ακόμα και σε σύγκριση με την εποχή κατά την οποία οι πρώτοι ανθρωπίδες διαχωρίστηκαν ως είδος από τους προγόνους των σύγχρονων χιμπατζήδων.
Και ο ρυθμός αυτός της εξέλιξής μας επιταχύνεται όλο και περισσότερο, αφού τα δεδομένα γύρω μας αλλάζουν όλο και πιο γρήγορα. Ο 20ος αιώνας από μόνος του ευθύνεται για κάποιες από τις συγκλονιστικότερες αλλαγές στις συνθήκες ζωής του ανθρώπινου είδους. Η εξέλιξη των συγκοινωνιών και η παγκοσμιοποίηση πρακτικά κατήργησαν την απομόνωση των εθνοτικών και φυλετικών ομάδων. Η γονιδιακή μας δεξαμενή είναι πλέον μια μεγάλη πισίνα στην οποία κολυμπάνε κώδικες DNA που κάποτε διαμορφώνονταν μονομερώς, σε απομονωμένες και αποκλεισμένες κοινότητες.
“Αυτή η πρωτοφανής κινητικότητα της ανθρωπότητας είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε μια πρωτοφανή ομογενοποίηση του είδους μας”
Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι οι φυσικοί θηρευτές και η απολυταρχία της φυσικής επιλογής δεν διαμορφώνουν πλέον τους κανόνες της επιβίωσής μας, δημιουργεί μία ακόμα νέα συνθήκη: άνθρωποι οι οποίοι κάποτε δεν θα κατάφερναν να επιζήσουν μετά τη γέννα, σήμερα φτάνουν με επιτυχία στην αναπαραγωγική ηλικία και κληροδοτούν τα άλλοτε καταδικασμένα γονίδιά τους στην επόμενη γενιά. Όπως το έθεσε ο Στιβ Τζόουνς (Steve Jones), ερευνητής του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ, σε ομιλία του το 2002: «Τα πράγματα έχουν σταματήσει να εξελίσσονται προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο για το είδος μας. Αν θέλετε να μάθετε τι είναι η ουτοπία, ρίξτε μια ματιά γύρω σας – αυτό είναι».
Στην εξελικτική ουτοπία που ζούμε, στα περισσότερα μέρη του κόσμου σχεδόν όλοι έχουν την ευκαιρία να επιβιώσουν και να δημιουργήσουν απογόνους – οι δυνατοί και οι προνομιούχοι, οι αδύναμοι και φτωχοί έχουν περίπου τις ίδιες πιθανότητες για αναπαραγωγή. Τα γενετικά πλεονεκτήματα θα βοηθήσουν, φυσικά, κάποιους να ζήσουν καλύτερα ή να διαπρέψουν, αλλά τελικά η πολιτιστική κληρονομιά του καθενός και όχι η γονιδιακή είναι αυτή που θα επηρεάσει καθοριστικότερα την τροχιά της ζωής του.
Αυτή η σκέψη μπορεί ίσως να περιγράψει με μια οξύμωρη ποιητική ακρίβεια την εξέλιξη της εξελικτικής πορείας του ανθρώπινου είδους: το evolution θα συνεχιστεί, αλλά πιθανότατα ως μία πρωτίστως μιμητική και όχι γενετική διαδικασία. Οι αλλαγές δεν θα είναι τόσο ορατές πάνω μας, αφού δεν θα αφορούν το σκελετικό ή το μυϊκό μας σύστημα, αλλά θα καθορίζουν τη συμπεριφορά και τις επιλογές μας και θα διαμορφώσουν της παραμέτρους για τη νέα Φυσική Επιλογή, η οποία δεν θα είναι πλέον φυσική, αλλά τεχνητή και κατευθυνόμενη. Στο κάτω-κάτω, ο άνθρωπος έχει ήδη τολμήσει (και καταφέρει) να αλλάξει ή να επαναπρογραμματίσει την εξέλιξη αναρίθμητων φυτών και ζώων γύρω του. Γιατί να μην κατευθύνει και τη δική του εξέλιξη, ειδικά τώρα που είναι σε θέση να το κάνει συνειδητά και πολύ πιο σύντομα και πιο στοχευμένα από τη Φύση;
Ήδη στο πεδίο της μελέτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, οι γενετιστές έχουν αποκωδικοποιήσει χρωμοσωμικά συγκεκριμένες διαταραχές αλλά και ολόκληρα μοτίβα προδιάθεσης σε τομείς όπως η σεξουαλικότητα και η ανταγωνιστικότητα. Κάποια απ’ αυτά τα γονίδια είναι κληρονομήσιμα – σε λίγο, ένας τυπικός προγεννητικός έλεγχος θα μπορεί να τα εντοπίσει και μια τυπική φαρμακευτική αγωγή να αναστείλει τη δράση τους ή έστω να ελαχιστοποιήσει την ικανότητά τους. Το επόμενο βήμα μπορεί να είναι κάτι πιο παρεμβατικό: αργά ή γρήγορα θα φτάσουμε στο σημείο να αφαιρούμε ή να αντικαθιστούμε συγκεκριμένα γονίδια από το γονιδίωμα ή να διαμορφώνουμε ολόκληρα γονιδιώματα.
Αυτό, βέβαια, είναι ένα τεράστιο βήμα. Όχι μόνο επιστημονικό αλλά και υπαρξιακό. Αν το επιχειρήσουμε, ρισκάρουμε να διανύσουμε ως είδος την απόσταση που χωρίζει την εξελικτική ουτοπία από τη δυστοπία. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρισκόμαστε όμως: τα διλήμματα που θέτουν οι γενετιστές μάς έχουν οδηγήσει στο κατώφλι της ευγονικής. Το αν θα το διασχίσουμε είναι -ευτυχώς ή δυστυχώς- στη δική μας ευχέρεια.