H απολιγνιτοποίηση της παραγωγής ενέργειας φέρνει ένα διαφορετικό μέλλον για την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Ποιο μπορεί να είναι αυτό;
Η 8η Ιουνίου 2020 ήταν μια Δευτέρα τριημέρου για πολλούς, αφού ήταν η γιορτή του Αγίου Πνεύματος και, κατά σύμπτωση, μια σημαντική ημέρα για την πράσινη ενέργεια στην Ελλάδα, αφού για πρώτη φορά μετά από περίπου 70 χρόνια ο λιγνίτης είχε μηδενική συμμετοχή στην παραγωγή ενέργειας. Συνολικά η ζήτηση εκείνης της ημέρας έφτασε τα 95.728 μεγαβατώρες (MWh) που σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ είχε καλυφθεί κατά 57,65% από μονάδες φυσικού αερίου, 14,23% από τα υδροηλεκτρικά συστήματα, 4,92% από ανανεώσιμες πηγές και 23,21% από εισαγωγές.
Ημέρα πανηγυρισμών από περιβαλλοντικής πλευράς αλλά, ταυτόχρονα, ημέρα ανησυχίας για δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη Αρκαδίας που εργάζονται στα λιγνιτωρυχεία και τις εκεί μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ή η εργασία τους εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα από την ηλεκτροπαραγωγή.
Όταν ησυχάζουν οι πανηγυρισμοί για μια περιβαλλοντικά φιλική επίδοση εμφανίζονται οι σκεπτικισμοί. Τι επιφυλάσσει το μέλλον για τη Δυτική Μακεδονία, μια ιδιαίτερα ευάλωτη οικονομικά περιοχή και τους κατοίκους της; Ποιο είναι το αύριο για τους εργαζόμενους των μονάδων της ΔΕΗ; Η ανησυχία τους έχει ήδη αποτυπωθεί σε σχετικές έρευνες, ενώ η κυβέρνηση -μετά τη δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για πλήρη απεξάρτηση από τον λιγνίτη στα αμέσως προσεχή χρόνια- τον Δεκέμβριο του 2020 παρουσίασε ένα σχέδιο προϋπολογισμού 2,3 δισ. ευρώ με 16 επενδύσεις που έχουν στόχευση στη Δυτ. Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη.
Φτηνό αλλά όχι αποδοτικό καύσιμο
Ο λιγνίτης ήταν για πολλά χρόνια ένα φτηνό υποκατάστατο του ξύλου για τους κατοίκους της Δυτ. Μακεδονίας που τον χρησιμοποιούσαν για οικιακή θέρμανση.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 στο πλαίσιο του προγράμματος εξηλεκτρισμού της χώρας, το ορυκτό αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο με την εταιρεία Λιγνιτωρυχεία Πτολεμαϊδας (ΛΙΠΤΟΛ Α.Ε.) να συνάπτει σύμβαση με τη γερμανική εταιρεία KHD για την κατασκευή της πρώτης μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Δυτ. Μακεδονία ισχύος 10 MW.
Δεν ήταν η πρώτη μονάδα που χρησιμοποιούσε τον λιγνίτη στην Ελλάδα, καθώς είχε προηγηθεί η μονάδα του Αλιβερίου στην Εύβοια.
Στην ευρύτερη περιοχή του λιγνιτικού πεδίου Κοζάνης – Πτολεμαϊδας – Φλώρινας – Αμυνταίου θα αναπτυχθούν συνολικά τέσσερις μονάδες, τις οποίες θα συμπληρώσει η μονάδα της Μεγαλόπολης στην Αρκαδία.
Οι μεγάλες προσδοκίες της δεκαετίας του ’50…
Ο Τύπος της εποχής επιφυλάσσει διθυραμβική υποδοχή στο φθηνό, ελληνικό καύσιμο. Ενόψει επίσκεψης του τότε υπουργού Συντονισμού Σπ. Μαρκεζίνη στη Βόρεια Ελλάδα η εφημερίδας «Εμπρός» γράφει πως η Πτολεμαϊδα «είναι η μέλλουσα μεγαλυτέρα βιομηχανική περιοχή της χώρας». «Η Ελλάς χώρα εξηρτημένη οικονομικώς εκ των ξένων αγορών, προσπαθεί ν’ απαλλαγεί εξ αυτής της εξαρτήσεως…» σημειώνει η εφημερίδα με τον τίτλο του άρθρου να μην αφήνει περιθώρια για παρεμηνείες: «Ο λιγνίτης υπόσχεται ένα λαμπρόν μέλλον». Η νομοθεσία της εποχής δικαιολογούσε τη συγκεκριμένη άποψη αφού με τον αναγκαστικό νόμο 1543/1950 επιβάλλεται η υποχρεωτική χρήση του λιγνίτη στις βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις «απαγορευομένης της χρήσεως υγρών και στερεών καυσίμων εκ των εισαγομένων εκ του εξωτερικού».
Η Ελλάδα θα γίνει σταδιακά μία από τις μεγαλύτερες χώρες στην παραγωγή και κατανάλωση λιγνίτη, αν και η ποιότητα του καυσίμου που βγαίνει στα ορυχεία της επικράτειας δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή. Υπολογίζεται πως για την παραγωγή 1 κιλοβατώρας (KWh) απαιτείται η κατανάλωση 1,85 κιλού λιγνίτη και 2,5 λίτρων ψυκτικού υγρού στις μονάδες παραγωγής. Οι πέντε δεκαετίες που θα ακολουθήσουν θα κάνουν τις μονάδες και τα ορυχεία της ΔΕΗ βασικό χώρο απασχόλησης για χιλιάδες εργαζόμενους, όχι μόνο στη δημόσια επιχείρηση αλλά και σε εργολάβους, κατασκευαστές εξοπλισμού και, βέβαια, για εργαζόμενους στην τοπική κοινωνία.
… γίνονται «βρώμικο μυστικό» το 2018
Η τηλεθέρμανση αποτελεί θείο δώρο για χιλιάδες οικογένειες, αλλά όλα αυτά συνοδεύονται από μια μεγάλη περιβαλλοντική επιβάρυνση. Το «βρώμικο μυστικό» της Ελλάδας θα αποτελέσει θέμα ρεπορτάζ του βρετανικού Guardian το 2018 όπου μέσα από μαρτυρίες, στοιχεία και φωτογραφίες καταγράφεται ο βαρύς φόρος που πληρώνει η Δυτ. Μακεδονία.
Το δημοσίευμα σημειώνει ανάμεσα σε άλλα την αύξηση των περιστατικών καρκίνου, την πτώση του προσδόκιμου ζωής αλλά και την παρατήρηση της Greenpeace σε σχετική της έκθεση του 2013 ότι η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων ευθύνεται για 1.200 πρόωρους θανάτους ετησίως.
Η γνώση φέρνει μαζί της και την προσπάθεια αναστροφής της βλάβης. Σε περιβαλλοντικό επίπεδο αυτό εκφράζεται με τη χρήση των υποπροϊόντων της εξόρυξης (δηλαδή ό,τι δεν είναι λιγνίτης και μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί) για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος και, με λίγη βοήθεια από τη Φύση, το τοπίο μετά από λίγα χρόνια ελάχιστα θυμίζει εγκατάσταση όπου θηριώδη μηχανήματα έσκαβαν τη γη.
Η περίοδος της απεξάρτησης από τον λιγνίτη ξεκίνησε πριν από ελάχιστα χρόνια υπό το βάρος των υποχρεώσεων της χώρας στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού αλλά και της κατάργησης των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων για την ηλεκτροπαραγωγή. Με άλλα λόγια, το εθνικό μας καύσιμο, ο λιγνίτης, δεν συμφέρει να χρησιμοποιείται. Στο τέλος του 2019 η ελληνική κυβέρνηση παρουσίασε δέσμη μέτρων σε αντιστάθμισμα των απωλειών που θα προκαλέσει στο ΑΕΠ της Δυτικής Μακεδονίας το σβήσιμο των μονάδων:
- Δημιουργία φωτοβολταϊκών πάρκων, συνολικής ισχύος 2,3 GW στη Δυτική Μακεδονία από τη ΔΕΗ
- Ανάπτυξη φωτοβολταϊκών πάρκων ισχύος 0,5 GW στη Μεγαλόπολη, επίσης από τη ΔΕΗ
- Άμεση έναρξη κατασκευής του φωτοβολταϊκού πάρκου των Ελληνικών Πετρελαίων στην Κοζάνη
- Μονάδα παραγωγής πράσινου υδρογόνου στη Δυτική Μακεδονία
- Εγκατάσταση μονάδας αποθήκευσης ενέργειας στη Δυτική Μακεδονία
- Δημιουργία πρότυπης φαρμακοβιομηχανίας (Μεγαλόπολη)
- Ανάπτυξη έξυπνης μονάδας υδροπονίας σε Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη
- Βιομηχανικό πάρκο ηλεκτροκίνησης στη Δυτική Μακεδονία
- Οικοσύστημα οινικού τουρισμού, στα πρότυπα της Βόρειας Ιταλίας στη Δυτική Μακεδονία
- Πεδίο ενεργειακής έρευνας και τεχνολογίας, με φορέα υλοποίησης το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας
- Υπερσύγχρονη κλινική φυσικής αποκατάστασης στη Δυτική Μακεδονία
- Δημιουργία θεματικού πάρκου ψυχαγωγίας και εκπαίδευσης στη Μεγαλόπολη
- Δημιουργία μονάδας ενεργειακής αξιοποίησης υπολειμμάτων στη Δυτική Μακεδονία
- Κέντρο επεξεργασίας βιομάζας στη Δυτική Μακεδονία
- Δημιουργία επιχειρηματικού πάρκου στη Μεγαλόπολη
Σε αυτά θα πρέπει κανείς να προσθέσει και την διασύνδεση του αυτοκινητοδρόμου Κεντρικής Ελλάδας με την Εγνατία, που είναι ένα από τα λίγα παραδοσιακά έργα υποδομών που πήραν το πράσινο φως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης. Οι Βρυξέλλες φαίνεται πως δέχθηκαν το επιχείρημα πως το συγκεκριμένο έργο είναι απαραίτητο ώστε να δώσει στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας περισσότερες οδικές προσβάσεις, ώστε να ενθαρρυνθεί η λειτουργία νέων επιχειρήσεων, που θα καλύψουν το κενό που θα αφήσει το σβήσιμο των λιγνιτικών μονάδων.
Πόσο όμως καθησυχάζουν όλα αυτά τους κατοίκους της περιοχής; Λίγο, σύμφωνα με σχετική έρευνα της διαΝΕΟσις. Το 44,1% όσων μετείχαν σε σχετική έρευνα που διεξήχθη σε Κοζάνη, Φλώρινα και Αρκαδία δήλωσαν πως το εισόδημα του νοικοκυριού τους εξαρτάται πολύ ή αρκετά από τις μονάδες της ΔΕΗ. Το 71.3% αντιμετωπίζει αρνητικά το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων και το 86,8% φοβάται επιδείνωση στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής τους, αν και το 72% αναμένει βελτίωση στην ποιότητα της ατμόσφαιρας και 68,6% βελτίωση στη δημόσια υγεία. Η απολιγνιτοποίηση θα επιδεινώσει το εισόδημά του, εκτιμά το 41,7%, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απαντήσεις σχετικά με την επόμενη ημέρα. Το 52,7% απαντά (σε ερώτηση με δυνατότητα πολλαπλών απαντήσεων) πως μετά το σβήσιμο των μονάδων θα πρέπει να αναπτυχθεί ο αγροτικός και κτηνοτροφικός τομέας, το 40,9% προτείνει την ανάπτυξη λύσεων καθαρής ενέργειας, το 27,7% μιλάει για βιομηχανικές ζώνες, το 23,6% για τουρισμό και το 13,3% για πάρκα καινοτομίας και τεχνολογίας.
Μπορεί στον 21ο αιώνα η Πτολεμαϊδα και η ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας να αποτελέσει τη «μεγαλυτέρα βιομηχανική περιοχή της χώρας» όπως έγραφε η εφημερίδα «Εμπρός» το 1952; Οι κάτοικοι της περιοχής σίγουρα θα άκουγαν με ενδιαφέρον την απάντηση…