H κλιματική αλλαγή αλλά και ο υπερπληθυσμός μας οδηγούν να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με τη κτηνοτροφία. Μήπως η λύση της ανθρωπότητας βρίσκεται στη θάλασσα;

Θα ήταν περίπου 15 χρόνια πριν όταν διαβάσαμε με σχετική έκπληξη και -ολοκληρώνοντας την ανάγνωση- αρκετή θυμηδία ότι τα βουστάσια έχουν ένα σημαντικό και επικίνδυνο μερίδιο στην κλιματική αλλαγή, καθώς αποτελούν μία από τις βασικότερες πηγές εκπομπής μεθανίου και απελευθέρωσής του στην ατμόσφαιρα.

Το αέριο, που παράγεται κατά τη διαδικασία της πέψης, δεν είναι μεν τόσο διάσημο όσο το διοξείδιο του άνθρακα αλλά είναι 25 φορές πιο ισχυρό στην παγίδευση θερμότητας και οι σχετικές μελέτες ήταν φυσικό να προκαλέσουν -όταν ίσως σταμάτησαν τα γέλια- έκδηλη ανησυχία. Η λογική θα έλεγε πως η συγκεκριμένη διαπίστωση θα ήταν ένας ακόμα λόγος να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με την κτηνοτροφία.

“Το μεθάνιο είναι το δεύτερο σημαντικότερο αέριο θερμοκηπίου όσον αφορά τη συγκέντρωση και τον αντίκτυπο στο κλίμα – EU Science Hub

Βεβαίως η επιστήμη έχει επιστρατευτεί για να λύσει -και αυτό- το πρόβλημα με διάφορες προσεγγίσεις. Μία από αυτές, προτείνει τον εμβολιασμό των βοοειδών ώστε να απενεργοποιούνται οι μικροοργανισμοί που ευθύνονται για την παραγωγή μεθανίου στο πεπτικό σύστημα – παρέμβαση που μπορεί να κάνει αρκετούς να αισθανθούν άβολα…

Η εκτροφή βοοειδών για το γάλα και το κρέας τους είναι μια πολύ ισχυρή βιομηχανία, απασχολεί εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και έχει αποτελέσει ακόμα και παράγοντα διπλωματικών τριβών.  Το 2015, όταν η ελληνική κυβέρνηση αναζητούσε επιπλέον φορολογικά έσοδα, προέκρινε την εφαρμογή ΦΠΑ 23% στο μοσχάρι, όμως υποχρεώθηκε να πάρει πίσω την απόφασή της μετά από αντιδράσεις της Γαλλίας και της Ολλανδίας. 

Βεβαίως το συγκεκριμένο οικονομικό επεισόδιο είναι παρωνυχίδα μπροστά στις περιβαλλοντικές προκλήσεις που θέτει η κτηνοτροφία.  Η αποψίλωση δασικών εκτάσεων στη Βραζιλία, την Αργεντινή και την Παραγουάη ωθείται κυρίως από τις αυξανόμενες ανάγκες της κτηνοτροφίας και από την καλλιέργεια σόγιας που χρησιμοποιείται ως βασική πρώτη ύλη στην εκτροφή βοειδών, πουλερικών και άλλων ζώων.

Πόσο ψάρι τρώμε

Γενικά η φράση «το ψάρι σου κάνει καλό» είναι από εκείνες που βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα των διατροφικών συμβουλών που διατυπώνουν οι γονείς προς τα παιδιά τους.

Σύμφωνα με τα σχετικά διαθέσιμα στοιχεία, η συμβουλή πιάνει περισσότερο τόπο στις χώρες της Ασίας και του Ειρηνικού όπου η μέση ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση ψαριών είναι πάνω από τα 25 κιλά, σύμφωνα με στοιχεία του 2019. Αντίθετα, στην Ευρώπη η κατανάλωση είναι στα 21,6 κιλά με τον διεθνή μέσο όρο στα 20,9 κιλά.

Μια αναλυτικότερη παρουσίαση με βάση τις χώρες επιβεβαιώνει πως το ψάρι έχει σαφώς πιο κεντρικό ρόλο στη διατροφή σε χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ινδονησία, αλλά και η Νορβηγία, η Πορτογαλία και η Ισλανδία. Αντίθετα, στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου η κατανάλωση υπολείπεται του μέσου όρου.

Κατά κεφαλή κατανάλωση ψαριών (σε kg)

H σύγκριση με την κατανάλωση προϊόντων που προέρχονται από την κτηνοτροφία, δείχνει την πρωτοκαθεδρία του κρέατος στη διατροφή μεγάλου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά και -εφόσον δεχθούμε τις δυσοίωνες προειδοποιήσεις για τις επιπτώσεις στα οικοσυστήματα- τα περιθώρια που υπάρχουν για τις εναλλακτικές πηγές πρωτεΐνης.

Κατά κεφαλή κατανάλωση κρέατος (σε kg)

Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του FAO στη χώρα μας η μέση κατανάλωση ψαριών είναι στα 19,44 κιλά ανά κάτοικο, ενώ η κατανάλωση κρέατος είναι 3,5 φορές πάνω και αγγίζει τα 72 κιλά ανά άτομο.

Θάλαττα, θάλαττα…

Σύμφωνα με έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) η οργανωμένη κτηνοτροφία παράγει 7,1 γιγατόννους αερίων του θερμοκηπίου, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 14,5% των ανθρωπογενών εκπομπών. Τα βοοειδή (που εκτρέφονται είτε για την παραγωγή γάλακτος είτε για το κρέας τους) αντιστοιχούν στο 65% των συνολικών εκπομπών, ενώ οι κυριότερες πηγές αποτελούν η παραγωγή τροφής και τα αέρια που παράγονται κατά τη διαδικασία της πέψης από τα ίδια τα ζώα.

Για κάθε κιλό παραγόμενης πρωτεΐνης από τα βοοειδή αντιστοιχούν 300 κιλά αερίων του θερμοκηπίου, ενώ από τα μηρυκαστικά αντιστοιχούν ως και 165 κιλά αερίων. Κάτω από τα 100 κιλά αερίων αντιστοιχούν σε ένα κιλό πρωτεΐνης που παράγεται από το αγελαδινό γάλα, το χοιρινό και την πτηνοτροφία.

Πηγή, Nikolay SmehUnsplash

Οι προτάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης περιλαμβάνουν παρεμβάσεις στη διατροφή αλλά και τη στροφή σε τεχνικές που θα μειώσουν τον αριθμό των εκτρεφόμενων ζώων και θα βελτιώσουν τη διαχείριση των εκτάσεων που προορίζονται για την καλλιέργεια ζωοτροφών. Ωστόσο δεν είναι βέβαιο πως αυτές μόνο οι παρεμβάσεις επαρκούν. Η περαιτέρω εκμετάλλευση χερσαίων εκτάσεων μπορεί να είναι μια προσέγγιση αλλά συνδέεται με, προφανή, απώλεια οικοσυστημάτων, πίεση στα υδάτινα αποθέματα και κάθε άλλο παρά συμβάλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Με αυτά τα δεδομένα η στροφή στη θάλασσα  δείχνει να αποτελεί μονόδρομο. Σήμερα, η θάλασσα συνεισφέρει μόλις το 17% του κρέατος που φτάνει στο πιάτο μας. Στην επόμενη τριακονταετία, με τις προβλέψεις για την αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού πάνω από τα 10 δισ., οι ετήσιες ανάγκες σε κρέας θα φτάσουν τους 500 μεγατόννους, ποσότητα που δεν μπορεί να καλυφθεί με τις υπάρχουσες τεχνολογίες από την κτηνοτροφία.

Μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Nature τον Αύγουστο του 2020 εξετάζει τον ρόλο της αλιείας και των υδατοκαλλιεργειών και καταλήγει στο συμπέρασμα πως με βάση διάφορα σενάρια, ο ρόλος της αλιείας παραμένει μεν πρωταγωνιστικός  αλλά -υπό προϋποθέσεις- όχι κυρίαρχος. Σε ένα σενάριο της μελέτης όπου από τη θάλασσα προέρχονται 103 μεγατόννοι κρέατος (σχεδόν το 20% των συνολικών μελλοντικών αναγκών σε ετήσια βάση), το 56% προέρχεται από την αλιεία και το 44% από τις ιχθυοκαλλιέργειες και την καλλιέργεια οστρακόδερμων.

Υποχρεωτική πορεία…

“Για να τραφεί ο παγκόσμιος πληθυσμός το 2050 από τις χερσαίες εκμεταλλεύσεις θα πρέπει να βρούμε μια έκταση αντίστοιχη με τα 2/3 της Β. Αμερικής”

Οι συντάκτες της μελέτης εκτιμούν πως με τις κατάλληλες προσαρμογές στην τεχνολογία και στο ρυθμιστικό περιβάλλον η παραγωγή τροφής που προέρχεται από τη θάλασσας μπορεί να αυξηθεί κατά 36%-74% ως το 2050. Φαίνεται πως η στροφή στη θάλασσα συνιστά υποχρεωτική πορεία για να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες ποσότητες πρωτεϊνών σε προσιτό κόστος και χωρίς περαιτέρω περιβαλλοντική επιβάρυνση.

Αν θέλαμε να θρέψουμε τον παγκόσμιο πληθυσμό 25-30 χρόνια από σήμερα μόνο από τις χερσαίες εκμεταλλεύσεις θα έπρεπε να βρούμε (ή να φτιάξουμε) μια έκταση αντίστοιχη με τα 2/3 της Βόρειας Αμερικής, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Scott Lindell, ειδικός ερευνητής στο Woods Hole Oceanogrphic Institution, σε μια ομιλία του τον Φεβρουάριο του 2020 με θέμα την εκμετάλλευση των ωκεάνιων συστημάτων για τη διατροφή του ανθρώπινου πληθυσμού.

Στη συγκεκριμένη ομιλία ο S. Lindell παρουσίασε δύο διαγράμματα για να καταδείξει πόσο υπερέχουν οι ιχθυοκαλλιέργειες και οι καλλιέργειες οστρακοειδών έναντι της χερσαίας κτηνοτροφίας σε χρήση πόρων και σε παραγωγή αερίων θερμοκηπίου.

Ποιος θα ταΐσει τα ψάρια

Ωστόσο δεν είναι όλα εύκολα και απλά. Στο παρελθόν οι ιχθυοκαλλιέργειες βρέθηκαν στο επίκεντρο της κριτικής για την αλόγιστη σπατάλη ιχθυοτροφών που είχαν ως αποτέλεσμα την περιβαλλοντική επιβάρυνση των γειτονικών θαλάσσιων και παράκτιων περιοχών, γεγονός που επιβεβαίωναν σχετικές έρευνες.

Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που σχεδόν κάθε προσπάθεια εγκατάστασης ιχθυοκαλλιεργειών σε παράκτιες περιοχές στη χώρα μας συναντούσε αντιδράσεις.

Η εξάρτηση των ιχθυοκαλλιεργειών από την αλιεία ήταν τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα έντονη και η ανάπτυξη των οργανωμένων καλλιεργειών ενέτεινε την πίεση που προκαλεί η εκτεταμένη αλιεία στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Με δεδομένο ότι ολοένα και περισσότεροι συνειδητοποιούν τις δυνατότητες των θαλασσών στο να μας εξασφαλίσουν την τροφή στις επόμενες δεκαετίες έχουν συζητηθεί διάφορες εναλλακτικές.  

Στην κατεύθυνση αυτή και στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ βρίσκεται σε εξέλιξη ένα ερευνητικό πρόγραμμα του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) για ιχθυο-υπερ-τροφές που εκτιμάται ότι θα βελτιώσουν τη διατροφική αξία των ψαριών που μεγαλώνουν σε ιχθυοκαλλιέργειες. Ένα άλλο πρόγραμμα με επίσης ελληνικό χρώμα είναι το Entomo4Fish, το οποίο επιχειρεί να διαπιστώσει αν τα εντομάλευρα -που παράγονται με τη χρήση εντόμων όπως η οικιακή μύγα αλλά και ένα είδος σκαθαριού- μπορούν να υποκαταστήσουν τα συμβατικά ιχθυάλευρα.

Μια άλλη προσέγγιση προωθεί την ανάπτυξη ιχθυοκαλλιεργειών σε περιοχές μακριά από τις ακτές και σε πολλαπλά επίπεδα, ανάλογα με το είδος του ψαριού ή του οστρακοειδούς.

Ουσιαστικά γίνεται λόγος για κάθετες μονάδες που εκμεταλλεύονται σε βάθος (κυριολεκτικά) τη θάλασσα. Θεωρητικά, η εκμετάλλευση μιας πολύ μικρής θαλάσσιας περιοχής μπορεί να εξασφαλίσει ποιοτική τροφή σε χαμηλό κόστος για όλο τον πλανήτη, αμβλύνοντας την πίεση που προκαλεί η εντατικοποίηση των αγροτικών καλλιεργειών και της κτηνοτροφίας.

Τα γεμάτα δίχτυα και ο περιορισμός της ποικιλίας

Ζητήσαμε τη γνώμη του Γιώργου Τσερπέ, διευθυντή ερευνών στο ΕΛΚΕΘΕ, ο οποίος υπογραμμίζει πως με τα υπάρχοντα δεδομένα η δυναμικότητα της αλιείας, που συνεισφέρει στο πιάτο μας ψάρια και θαλασσινά 90 εκατ. τόνων σε ετήσια βάση, είναι συγκεκριμένη. Ο λόγος είναι προφανής, αφού η υπερ-αλίευση μειώνει δραστικά τα αποθέματα και σε βάθος χρόνου οδηγεί σε κατάρρευση του κλάδου της αλιείας.

Η ποσότητα αυτή «είναι μια πεπερασμένη δυναμικότητα, με την προϋπόθεση πως δεν θα έχουμε δραματικές αλλαγές που μπορούν να μεταβάλουν ισορροπίες». Ο κ. Τσερπές επισημαίνει πως η αλιευτική δραστηριότητα επικεντρώνεται στα ανώτερα στρώματα της θάλασσας ή στον βυθό, ενώ το μεσοδιάστημα μένει ανεκμετάλλευτο. Η συγκεκριμένη ζώνη, «ίσως να έχει κάποιες προοπτικές όχι όμως για εμπορικά είδη αλλά για είδη που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων». Ωστόσο, η στροφή σε άλλες λύσεις όπως είναι οι ιχθυοκαλλιέργειες δεν εγγυάται επ’ άπειρον αύξηση στον όγκο των αλιευμάτων που θα φτάνουν σε εστιατόρια και στο ψυγείο μας. 

Υπάρχει, για παράδειγμα, το θέμα της ποικιλίας. Στα δίχτυα και τα αγκίστρια των επαγγελματιών αλιέων πιάνονται κάθε χρόνο γύρω στα 170 διαφορετικά είδη (ψάρια και θαλασσινά όπως καλαμάρια, σουπιές, γαρίδες, κ.τ.λ) από τα οποία τα 100 είναι εμπορικά – είναι δηλαδή κατάλληλα για να φτάσουν ως το πιάτο μας- ενώ τα υπόλοιπα πηγαίνουν για τη δημιουργία τροφών που οδεύουν στις ιχθυοκαλλιέργειες.

Πηγή: CHUTTERSNAPUnsplash

Οι ιχθυοκαλλιέργειες έχουν σήμερα παγκοσμίως ένα σχετικά περιορισμένο εύρος ειδών που παράγουν προς κατανάλωση και είναι χαρακτηριστικό πως ο κλάδος είναι κατά βάση ευρύτερα γνωστός για την παραγωγή ψαριών όπως η τσιπούρα, το λαβράκι ή το φαγκρί. «Η επέκταση των ιχθυοκαλλιεργειών έχει περιορισμούς λόγω του ανταγωνισμού με άλλους τομείς. Άλλωστε δεν μπορεί να πάει παντού, για παράδειγμα στη μέση του ωκεανού. Σίγουρα όμως την τελευταία 15ετία υπάρχει αυξητική τάση» σχολιάζει ο κ. Τσερπές. «Η μπλε ανάπτυξη» σημειώνει «είναι μια υπόθεση που προσπαθεί να συγκεράσει πολλά διαφορετικά πράγματα, πολλές αντίρροπες δυνάμεις».

Τι λέει ο κλάδος

Για το πού μπορεί να πάνε οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες επικοινωνήσαμε με την Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), η οποία εκπροσωπεί έναν κλάδο που στη χώρα μας μετράει πάνω από τρεις δεκαετίες συνεχούς παρουσίας.

Όπως παρατηρεί η Ισμήνη Μπογδάνου, Διευθύντρια Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας της ΕΛΟΠΥ, ο κλάδος συγκαταλέγεται σήμερα από τους κορυφαίους εξαγωγείς της χώρας, καθώς εκτός συνόρων προωθείται το 80% της παραγωγής. Σύμφωνα με στοιχεία του 2019, οι ελληνικές εταιρείες εξήγαγαν 89.000 τόνους, με τις αγορές της Βόρειας Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης να αποτελούν βασικούς προορισμούς.

Στους κλωβούς των ελληνικών εταιρειών καλλιεργούνται κυρίως τσιπούρα, αλλά και λαβράκι, φαγκρί, κρανιός και μαγιάτικο σημειώνει η κα Μπογδάνου που σχολιάζοντας τις κατά καιρούς αντιδράσεις για τη χωροθέτηση εγκαταστάσεων σε διάφορες περιοχές λέει πως είναι θέμα κοινής λογικής: «το μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας είναι η ποιότητα των νερών όπου μεγαλώνουν τα ψάρια και αυτό είναι κάτι που οι Έλληνες ιχθυοκαλλιεργητές διαφυλάσσουν ως κόρη οφθαλμού. Μην ξεχνάτε ότι πρόκειται για κλάδο του πρωτογενούς τομέα του οποίου η βιωσιμότητα εξαρτάται άμεσα από τη διατήρηση της καλής κατάστασης του περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργούν οι μονάδες».

Πηγή: NOAAUnsplash

Προσθέτει πως οι θεσμοθετημένες Περιοχές Ολοκληρωμένες Ανάπτυξης Υδατοκαλλιέργειας (ΠΟΑΥ) «δεν αποτελούν βιομηχανικές ζώνες, οι οχλήσεις και οι δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον δεν ισχύουν στην περίπτωσή τους», ενώ αμφισβητεί το κατά πόσο υπάρχουν ανταγωνισμοί με κλάδους όπως ο τουρισμός.

«Όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο, η υδατοκαλλιέργεια και ο τουρισμός δεν αποτελούν ασύμβατες δραστηριότητες. Η πατρίδα μας περιβάλλεται από θάλασσα και στην ακτογραμμή της έχει τη δυνατότητα να φιλοξενήσει πολλές και διαφορετικές δραστηριότητες, αρκεί να υπάρχει ένα πλήρες, χωροταξικό σχέδιο. Ειδικότερα όσον αφορά στον τουρισμό, η υδατοκαλλιέργεια έχει κάθε λόγο να προσβλέπει στην ποσοτική και ποιοτική του ανάπτυξη: όσους περισσότερους επισκέπτες έχουμε κάθε χρόνο, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η κατανάλωση των ψαριών μας. Επίσης, οι επισκέπτες που θα δοκιμάζουν τα προϊόντα μας και θα συνειδητοποιούν την κορυφαία τους ποιότητα, μετατρέπονται σε δυνάμει καταναλωτές μας στις δικές τους αγορές, στις δικές τους πατρίδες».

Μπαίνει τάξη

Σε σχέση με τις τεχνικές υπεράκτιων εγκαταστάσεων σημειώνει πως «η ωκεάνια ιχθυοκαλλιέργεια αφορά κυρίως κλωβούς που είναι τοποθετημένοι στα βαθιά νερά, τουλάχιστον σε απόσταση ενός μιλίου από την ακτή, όπου υπάρχουν μεγάλα ρεύματα και όπου είναι λιγότερο προστατευμένοι από τα καιρικά φαινόμενα, σε σύγκριση τους κλωβούς της inshore ιχθυοκαλλιέργειας. Είναι μια πρακτική που ξεκίνησε με στόχο να απαντήσει στην ανάγκη για αύξηση της παραγωγής της ιχθυοκαλλιέργειας, αφού το ψάρι είναι μια βασική πηγή πρωτεΐνης για έναν αυξανόμενο παγκόσμιο πληθυσμό. Στην Ελλάδα, τώρα που πλέον χωροθετούνται οι πρώτες ΠΟΑΥ, θα μπει μια τάξη στην ιχθυοκαλλιέργεια. Οι περισσότερες μονάδες είναι αρκετά απομακρυσμένες από τις ακτές, σε περιοχές χωρίς αστική μόλυνση, σε προστατευμένους κόλπους μεγάλου βάθους και με πολλά θαλάσσια ρεύματα».

Οσο για το ερώτημα σχετικά με το πώς θα ταίσουμε τα ψάρια, η κα Μπογδάνου σημειώνει πως το σημείο καμπής ήταν το 2017, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε το πράσινο φως για την παραγωγή εντομαλεύρων. Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας δραστηριοποιείται σε σημαντικό αριθμό ερευνητικών προγραμμάτων, στη χρηματοδότηση ορισμένων εκ των οποίων μετέχει και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

«Αναπτύσσουν πρωτόκολλα μαζικής παραγωγής εντόμων, προχωρούν στην παραγωγή τους και χρησιμοποιούν την παραγόμενη ποσότητα εντόμων για να ταΐσουν τσιπούρες και λαβράκια, παρακολουθώντας πως εξελίσσεται η ανάπτυξη των ψαριών που τρέφονται με έντομα. Η ΕΛΟΠΥ έχει μια διαρκή, αμοιβαία επωφελή σχέση με την επιστημονική κοινότητα και συγκεκριμένα με τα τμήματα των ελληνικών πανεπιστημίων που άπτονται του αντικειμένου της ιχθυοκαλλιέργειας. Παρακολουθεί με ενδιαφέρον την ερευνητική δραστηριότητα που έχει στόχο να βελτιώσει τις πρακτικές της ιχθυοκαλλιέργειας και συνεργάζεται υποστηρίζοντάς την με όποιο τρόπο μπορεί», σημειώνει η κα Μπογδάνου.

Φαίνεται πως οι προοπτικές είναι ευοίωνες για τις ελληνικές εταιρείες, οι οποίες προέρχονται από μια σχεδόν δεκαετή περίοδο ανασυγκρότησης. Με δεδομένο ότι δεν έχουμε και πολλές δυνατότητες στην επέκταση της κλασικής κτηνοτροφίας η αναζήτηση των πρωτεϊνών μας στις οργανωμένες ιχθυοκαλλιέργειες είναι μάλλον η λογικότερη προσέγγιση…