Ποτέ άλλοτε όσο τα επόμενα χρόνια τεχνολογία και γεωργία δεν έχουν έρθει τόσο κοντά. Ναι, το μέλλον της καλλιέργειας περνάει μέσα από το γρήγορο Internet, την τεχνητή νοημοσύνη, τη δορυφορική τεχνολογία.
Μάιος 2020. Η Ευρώπη μαστίζεται από το πρώτο κύμα της εξάπλωσης της πανδημίας. Στο ίδιο διάστημα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσιάζει τη νέα στρατηγική της «Από το αγρόκτημα στο πιάτο», ένα πρόγραμμα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων στον τομέα της καλλιέργειας στο πλαίσιο του χάρτη «Μια Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία».
Η πορεία «προς ένα πιο υγιές και βιώσιμο ευρωπαϊκό σύστημα τροφίμων» περνάει από ένα φιλόδοξο χρονοδιάγραμμα επίτευξης στόχων και επιμέρους στρατηγικών που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν:
- μείωση κατά 50 % στη χρήση και το κίνδυνο των χημικών φυτοφαρμάκων έως το 2030.
- μείωση κατά 50 % στη χρήση των πιο επικίνδυνων φυτοφαρμάκων έως το 2030.
- μείωση στις απώλειες θρεπτικών ουσιών κατά τουλάχιστον 50 %, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι δεν υποβαθμίζεται η γονιμότητα του εδάφους.
- μείωση στη χρήση λιπασμάτων κατά τουλάχιστον 20 % έως το 2030
Στον πυρήνα αυτής της μεγάλης μετάβασης που επιχειρεί και επίσημα η Ευρώπη σημαντικό ρόλο παίζει η τεχνολογία. Διαβάζοντας το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης παίρνουμε μια ακόμα καλύτερη ιδέα. H πρόταση της Επιτροπής περιλαμβάνει μία δαπάνη 10 δισ. ευρώ που θα κατευθυνθεί μεταξύ άλλων στην έρευνα και καινοτομία, τη σύνδεση όλων των γεωργών και αγροτικών περιοχών με γρήγορο και αξιόπιστο Internet, την ενσωμάτωση της γεωργίας ακριβείας, τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και την αξιοποίηση της δορυφορικής τεχνολογίας.
Όμως για να φθάσουμε σε αυτό το σημείο θα πρέπει να δούμε που βρισκόμαστε. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου το έδαφος που έχουμε να καλύψουμε είναι μάλλον μεγαλύτερο.
Η γεωργία ακριβείας
H σχέση γεωργίας και τεχνολογίας δεν είναι καινούρια. Οι δύο κλάδοι έρχονται όλο και πιο κοντά τα τελευταία χρόνια, κάτω από την ομπρέλα της «γεωργίας ακριβείας». Με τον συγκεκριμένο όρο νοείται το σύστημα διαχείρισης ενός αγροτεμαχίου, το οποίο συνδέει εδαφικά, καλλιεργητικά και κλιματικά δεδομένα, με στόχο την αύξηση της παραγωγής και βελτίωση της ποιότητας, όπως επίσης και στην μείωση αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον.
Βασίζεται σε τεχνολογίες και μέσα ικανά να καταγράψουν με ακρίβεια την κατάσταση στον αγρό, ανά πάσα στιγμή, στη συνέχεια να διαχειριστούν τη συγκεντρωμένη πληροφορία και τα δεδομένα και τέλος να ορίσουν τις ανάγκες εισροών σε νερό, λιπάσματα κ.α. σε κάθε σημείο του αγρού και χρονική στιγμή ξεχωριστά, αποφεύγοντας την υπερλίπανση και προστατεύοντας το περιβάλλον.
Στην πράξη η γεωργία ακριβείας ήρθε να αντικαταστήσει τη διαχείριση του αγροτεμαχίου από τη λογική του μέσου όρου: της παραγωγής, των ιδιοτήτων του εδάφους και των χαρακτηριστικών της καλλιέργειας. Τώρα το αγροτεμάχιο είναι ένα “μωσαϊκό” από κομμάτια εδάφους μεταβαλλόμενης γονιμότητας και διαθεσιμότητας νερού, που έχουν διαφορετικές απαιτήσεις σε άρδευση και λίπασμα.
“Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η γεωργία ακριβείας εφαρμόζεται μόλις από το 1% των Ελλήνων παραγωγών”
Δυστυχώς στην ελληνική αγορά τέτοιου είδους καλλιεργητικά μοντέλα είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, με τον κύριο αποτρεπτικό παράγοντα για τη χρήση τέτοιων πρακτικών να εντοπίζεται όχι μόνο στην άγνοια των γεωργών στη χρήση και εκμετάλλευση αυτών των εργαλείων αλλά και στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, όπως το μέγεθος των αγροτικών εκτάσεων ή το ίδιο το παραγόμενο αγροτικό προϊόν.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η εφαρμογή γεωργίας ακριβείας από τους Έλληνες παραγωγούς περιορίζεται σε πολύ μικρό μονοψήφιο ποσοστό (μόλις από το 1% σύμφωνα με κάποιες φωνές). Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ιταλία σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη δείχνει να ξεπερνάει το 28%. Στην ίδια μελέτη βλέπουμε ότι το μέσο μέγεθος της αγροτικής ιδιοκτησίας των Ιταλών παραγωγών που υιοθετούν τέτοιες λύσεις είναι 1430 στρέμματα. Στην Ελλάδα η μέση αγροτική ιδιοκτησία εκτιμάται σε μερικές δεκάδες στρέμματα, οπότε είναι εμφανής ένας πρώτος σκόπελος (το μέγεθος στην ιδιοκτησία) στην υιοθέτηση τέτοιων λύσεων.
Ωστόσο, υπάρχουν συγκεκριμένοι παραγωγικοί κλάδοι, όπου υπάρχει ευρεία χρήση μεθόδων γεωργίας ακριβείας. Ένας τέτοιος κλάδος είναι εκείνος της αμπελουργίας, ιδιαίτερα όταν το αμπέλι προορίζεται για εμφιαλωμένο κρασί.
“Με την εφαρμογή λύσεων αμπελουργίας ακριβείας η επόμενη χρονιά είναι πάντα καλύτερη για την παραγωγή μας” – Άγγελος Ιατρίδης, Κτήμα Άλφα
Μία τέτοια περίπτωση παραγωγού είναι και το Κτήμα Άλφα, το οποίο εφαρμόζει σύγχρονες μεθόδους αμπελουργίας εδώ και επτά χρόνια, όπως μας ενημέρωσε στην επικοινωνία μας ο Άγγελος Ιατρίδης, οινοποιός και διευθύνων σύμβουλος στη συγκεκριμένη επιχείρηση.
Στα εργαλεία που χρησιμοποιεί η επιχείρηση για να εφαρμόσει αμπελουργία ακριβείας συμπεριλαμβάνονται δορυφορικές αποτυπώσεις, πολυφασματικές κάμερες, φωτοσυνθετικές αναλύσεις και προβλέψεις από μετεωρολογικούς σταθμούς, που επιτρέπουν στους ανθρώπους του κτήματος να προβλέπουν αποτελεσματικά και στοχευμένα ασθένειες που πιθανώς να προκύψουν και να επεμβαίνουν με λύσεις εγκαίρως πριν προσβληθεί το κλήμα.
Τα τελευταία χρόνια, η επιχείρηση χρησιμοποιεί πολυφασματικές κάμερες πάνω στους γεωργικούς ανελκυστήρες, που αποτυπώνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τον καρπό και το φύλλωμα.
Όλες οι παραπάνω λύσεις, σύμφωνα με τον κ. Ιατρίδη, επιτρέπουν στο Κτήμα Άλφα να παρακολουθεί πιο αποτελεσματικά την ανάπτυξη του αμπελώνα και τελικά να μεγιστοποιεί την απόδοση και την ποιότητα της καλλιέργειάς του. «Με την εφαρμογή τέτοιων λύσεων παρατηρούμε βελτίωση της παραγωγής μας χρόνο με το χρόνο» ανέφερε στη συζήτησή μας, προσθέτοντας χαρακτηριστικά ότι για «το Κτήμα Άλφα η επόμενη χρονιά είναι πάντα η καλύτερη».
Αλλάζει το προφίλ του παραγωγού
Όμως η αλλαγή στο μοντέλο της παραγωγικής διαδικασίας σηματοδοτεί πρώτα και κύρια την αλλαγή στο προφίλ του παραγωγού. Σύμφωνα με τον Χρήστο Βασιλικιώτη, καθηγητή της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής ο νέος παραγωγός πρέπει να διαθέτει μια ολιστική εκπαίδευση, προκειμένου να είναι σε θέση να αξιολογήσει και να υιοθετήσει τους νέους τρόπους καλλιέργειας.
Ταυτόχρονα με τον παραγωγό ο κ. Βασιλικιώτης ευελπιστεί ότι θα αλλάξει στη χώρα μας και ο ρόλος του γεωπόνου, ο οποίος μέχρι στιγμής παραμένει κατά κανόνα υποτιμημένος. “Οι αλλαγές που συμβαίνουν θα φέρουν στο προσκήνιο τον πραγματικό ρόλο του γεωπόνου ως συμβούλου και όχι ως εμπόρου φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων”, αναφέρει χαρακτηριστικά.
Μία άποψη με την οποία συμφωνεί και ο Γιώργος Βαρβαρέλης, (συν)ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Augmenta. Η Augmenta είναι μια ιδιαίτερα δυναμική startup στον αγροτικό κλάδο, με έντονη δραστηριότητα σε χώρες του εξωτερικού (Ευρώπη, Τουρκία, Αυστραλία κ.α.). Η λύση της στον τομέα της γεωργίας ακριβείας, που περιλαμβάνει hardware και software εργαλεία προσφέρει τη δυνατότητα ανάλυσης των δεδομένων και δράσης σε πραγματικό χρόνο.
Η πλατφόρμα της αναλύει real time την κατάσταση θρέψης των φυλλωμάτων από τις εικόνες που λαμβάνει από τις πολυφασματικές κάμερες των τρακτέρ και επίσης σε πραγματικό χρόνο δίνει εντολή για τη λίπανση μιας συγκεκριμένης περιοχής του αγρού, εφόσον υπάρχει ανάγκη.
Σύμφωνα με τον κ. Βαρβαρέλη η ελληνική αγορά βρίσκεται αρκετά πίσω στην υιοθέτηση σύγχρονων ψηφιακών λύσεων, όχι μόνο από τις μεγάλες αγορές του εξωτερικού αλλά και από αγορές όπως η Σερβία, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά. Ο ίδιος βέβαια αναγνωρίζει ότι τέτοιου είδους λύσεις αυξάνουν την αξία τους για τον παραγωγό ανάλογα με το μέγεθος της φάρμας και το προϊόν. Ωστόσο, όπως σπεύδει να προσθέσει θα μπορούσαν να υιοθετηθούν συλλογικά π.χ. από συνεταιρισμούς, επιμερίζοντας και κατεβάζοντας το κόστος για τον παραγωγό.
Έχοντας μια ευρεία εικόνα από τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται η Augmenta ο κ. Βαρβαρέλης θέτει μία ακόμα παράμετρο για την υστέρηση αυτών των λύσεων στη χώρα μας. Όπως σημειώνει, ο τρόπος καλλιέργειας στην Ελλάδα κατευθύνεται πολύ έντονα από τα προγράμματα επιδότησης των ευρωπαϊκών οργάνων. Μία κουλτούρα που είναι διάχυτη στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου και μειώνεται όσο ανεβαίνουμε προς τις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά.
Το παράδειγμα των αμυγδαλεώνων στην Καλιφόρνια
Όπως αναφέραμε νωρίτερα η στρατηγική της Ευρώπης για ένα βιώσιμο σύστημα τροφίμων δεν περνάει μόνο μέσα από τη μείωση των φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων στην καλλιέργεια αλλά και από τη μείωση στην κατανάλωση των φυσικών πόρων, όπως το νερό.
Συζητώντας με τον κ. Βασιλικιώτη μας έφερε το παράδειγμα των τεράστιων αμυγδαλεώνων στην Καλιφόρνια που επισκέφθηκε σε ένα πρόσφατο ταξίδι (απαραίτητη σημείωση ότι η συγκεκριμένη Πολιτεία είναι υπεύθυνη για το 80% της παγκόσμιας παραγωγής αμυγδάλων). Η καλλιέργεια αμυγδάλου είναι ιδιαίτερα απαιτητική σε νερό (5 λίτρα για ένα αμύγδαλο είναι η αναλογία), με αποτέλεσμα να υπάρξει την τελευταία δεκαετία μια τεράστια αντίδραση από κατοίκους της Καλιφόρνια, μίας Πολιτείας που πλήττεται από φαινόμενα ξηρασίας.
Όπως μας περιέγραψε ο καθηγητής, στο πλαίσιο της συμμόρφωσής τους οι παραγωγοί υιοθέτησαν σύγχρονα συστήματα παρακολούθησης της καλλιέργειας με αισθητήρες που ελέγχουν όχι μόνο το επίπεδο της υγρασίας του χώματος (έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπεράρδευση) αλλά και τις πιθανές διαρροές ανά σημείο των συστημάτων άρδευσης. Τα δεδομένα που λαμβάνουν οι ίδιοι οι παραγωγοί τα λαμβάνει και η κεντρική Πολιτεία, προκειμένου να επεμβαίνει, αν παραστεί η ανάγκη.
Για τον κ. Βασιλικιώτη αυτό το παράδειγμα συνεργασίας παραγωγών και Πολιτείας θα μπορούσε να αποτελέσει και ένα μοντέλο για το πως θα μπορούσαν να συνεργαστούν οι Έλληνες παραγωγοί με το κράτος, με στόχο τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων. Ακόμα και αν χρειαστεί η επιδότηση σε ένα βαθμό των απαραίτητων επενδύσεων στις οποίες θα πρέπει να προβούν οι παραγωγοί.
Ανάγκη προσαρμογής λόγω της κλιματικής αλλαγής
Η κλιματική αλλαγή είναι ένας ακόμα παράγοντας που επιτάσσει την υιοθέτηση σύγχρονων λύσεων από τους Έλληνες παραγωγούς. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, περίπου 30% της έκτασης της Ελλάδας απειλείται από ερημοποίηση (υποβάθμιση των εδαφών σε τέτοιο βαθμό, ώστε χάνουν τη γονιμότητά τους). Κατά συνέπεια είναι επιτακτική η μετάβαση σε ένα βιώσιμο σύστημα παραγωγής τροφίμων, η αλλαγή του τρόπου καλλιέργειας και η εφαρμογή νέων πρακτικών.